Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν...

[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 22.12.20 ]

Φωτιά στο Γιλάν Μερμέρ 

-Φτου! Ανανίν αμί! Το μουνί σου μάνας σου!, έριξε μια βρισιά στον αέρα, στα τούρκικα και στα ελληνικά μ' όλη του την ψυχή, ξέχασα τα κομποσκοίνια!
Μεγάλη και πολύ κακιά ήταν η φήμη που είχε αποκτήσει ένας θεωρητικός μα αψύς στον χαρακτήρα Αγιονορείτης μοναχός στις περισσότερες λαϊκές γειτονιές και στις πιάτσες της πόλης. Ο αδελφός Πανάρετος, κατά κόσμον Θεόφραστος, που μέσα κι έξω απ’ το Όρος τον προσφωνούσαν όλοι με το υποκοριστικό Μαύρος λόγω της έντονης μελαχρινάδας του, όμως στο κόσμο, οι πολύ δικοί του, τον φώναζαν χαϊδευτικά και Τάκη, θα έμενε πάνω από δυο μήνες στη Σαλονίκη. Καταχρηστικώς! Ο άγιος ηγούμενος της μονής Ιβήρων τον είχε συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Δάφνης, απ’ όπου θα επιβιβαζόταν στο ατμόπλοιο «Βυζάντιον» που θα έφτανε απ’ την Καβάλα επιστρέφοντας απ’ το Ηράκλειο. Ήταν η πρώτη χρονιά που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Κρήτη. Ο ηγούμενος τον είχε φορτώσει με εκλεκτή πραμάτεια που μπορούσε να πουληθεί άνετα στον ορθόδοξο πληθυσμό της πόλης: ξυλόγλυπτα γουδιά, εικόνες και εικονίτσες χειροποίητες, συναξάρια και βίους αγίων, θυμίαμα πρώτης τάξεως καμωμένο από χιώτικο γιασεμί και βουνήσιο τριαντάφυλλο. Τον είχε νουθετήσει όταν τον ξεπροβόδιζε στη σκάλα. –Έχεις ευλογία ξεχωριστή, τέκνον μου. Να μη γυρίσεις πίσω, αδελφέ, αν δεν ξεπουλήσεις τα πάντα. Το μοναστήρι έχει ανάγκες μεγάλες. Πρέπει να επισκευάσουμε την περιτείχιση, να διορθώσουμε τον αρσανά. Ας σου πάρει και μήνα, και χρόνο, που λέει ο λόγος, την έχεις την άδεια. Ευλογία! Ο Θεός μαζί σου, αδελφέ Πανάρετε! 
Ο παμπόνηρος αυτός μοναχός δούλευε βάσει σχεδίου. Την Θεσσαλονίκη την ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Απ’ τα χαράματα έπαιρνε τους δρόμους. Είχε σκαρώσει έναν πρόχειρο χάρτη και είχε σημαδεμένες με μια χοντρή βούλα από κάρβουνο όλες τις γειτονιές όπου οι χριστιανοί πλειοψηφούσαν. Πολύ ψηλά κατά την Άνω πόλη, στους τούρκικους μαχαλάδες δεν πολυανέβαινε, ενώ στο Χιρς, στο Ρεζί Βαρδάρ και τους υπόλοιπους εβραίικους συνοικισμούς του κέντρου δεν πατούσε σχεδόν καθόλου. Φόρτωνε τα συμπράγκαλά του σ’ ένα χοντρό και μακρύ τσουβάλι και το έριχνε στον ώμο του περπατώντας αγόγγυστα για ώρες. Ψημένος ήταν στην αγγαρεία, τον χαμάλη στο λιμάνι έκανε στην προηγούμενη ζωή του. Ήταν περπατημένος πολύ κι αθεόφοβος, μουρντάρης κι αρχικλέφταρος. Είχε κάνει και μισό χρόνο στο τούρκικο χαπίσι. Για λωποδυτιές. Κι όταν αρμένισε για τον Άθω, δεν ήταν για να σωθεί απ’ τ’ αμαρτήματά του αλλά για να κάνει την καλή του.
Στο μοναστήρι κάθε τόσο έρχονταν τα μαντάτα του, από επισκέπτες, ιερείς και κοσμικούς, πως ο πραματευτής μοναχός ο εντεταλμένος να πουλά την αγιωτική παραγωγή του στην άλλοτε Συμβασιλεύουσα με σκοπό να ενισχύσει τα οικονομικά της μονής επιδιδόταν σε όργια ψεύδους, κλοπής, μέθης και ακολασίας μα ο θεοσεβής και ευσπλαχνικός Ιβηρίτης ηγούμενος μάζεψε στο αρχονταρίκι τους υπόλοιπους αδερφούς της μονής και πάσχιζε να τον δικαιολογήσει. «Τον είχον συλλάβει κατά το παρελθόν εγώ ο ίδιος αμαρτάνοντα, κλέπτοντα οπώρας εκ του κήπου ή επαιρόμενον. Και τον είχον ψέξει αυστηρώς. -Διατί κλέπτεις ή τι παφλαγωνίζεις ανοήτως; αλλά τον είχον συγχωρήσει. Ο μισόκαλος διάβολος, ο αιέν κατεργαζόμενος μετά πανουργίας την πτώσιν του ανθρώπου εις τον βόρβορον έρριψεν εις την αγαθήν καρδίαν του τάλαινος χριστιανού τούτου τον σπόρον της φιλοχρηματίας και της φιληδονίας. Άμα τη επιστροφή του εις τον Άθω θα επαναφέρομεν τον πεπλανημένον αδελφόν μας εις την οδόν του Θείου Λόγου».
Απ’ τ’ άγρια χαράματα έπαιρνε τους δρόμους ο ανήσυχος και νευρικός καλόγερος, γιατί οι «δουλειές» του έτρεχαν συνέχεια. ...........................................................
Ξεκινούσε λοιπόν από χαμηλά, απ’ την Καμάρα. Έφτιαχνε μια ανοιχτή σπηλιά με τις παλάμες γύρω απ’ το στόμα του σαν χωνί, σήκωνε το κεφάλι ψηλά και περιφέροντάς το δεξιά και αριστερά διαλαλούσε τα προς διάθεσιν προϊόντα του. 
–Ήρθε ο καλόγερος απ’ το Όρος. Ο καλόγερος ο Μαύρος. Εδώ τα ξυλόγλυπτα γουδιά τ’ αγιασμένα! Έχω ευλογημένο θυμίαμα, εικόνες, κομποσκοίνια απ’ το άγιο μοναστήρι των Ιβήρων! Η φωνή του ήταν καμπάνα. 
Ο ψηλόλιγνος μελαψός τριανταπεντάρης με τη μπάσα φωνή, τα καρβουνιασμένα μάτια που δεν έκρυβαν ούτε στιγμή τον πόθο του για ασέλγεια, και την επιδεικτική αυτοπεποίθηση, κόλαζε τις στερημένες Θεσσαλονικιές νοικοκυρές. ................................................................ Αφού τις κανόνιζε κάνοντάς τους μανιασμένο έρωτα, -σ’ αυτή την επίδοση πια ήταν μαστοράντζα- που τους έμενε αξέχαστος και στη θύμησή του κολάζονταν, ξάφριζε ό,τι του είχε γυαλίσει από πριν. Πού να μιλούσαν οι άμοιρες και ποιόν να καταγγείλουν; Και σε ποιόν; Ένας Σαλονικιός μπογιατζής τις προάλλες έτρεξε να κάνει μήνυση για ληστεία που ’χε γίνει στο σπίτι του και βρέθηκε ο ίδιος μέσα στο Γεντί για κάτι ψιλά, κάτι παλιά χρεωστούμενα. «Ο καδής γαμάει τη μάνα μου», λέει, «κι εγώ πού θα πάω να κριθώ!». 
..............................................................................
Θα κόντευε δύο το μεσημέρι. Καμιά ώρα πριν είχε πιεί βιαστικά δυο τσίπουρα συνοδεία φτηνομεζέδων σ’ ένα υπόγειο καπηλειό της Ερμού. Δυναμωμένος συνέχισε την περιοδεία του αλλάζοντας γειτονιές. Τώρα είχε πιάσει ένα συνοικισμό στις παρυφές της Άνω Πόλης. Περνώντας μπροστά απ’ το Σαατλί τζαμί, δίπλα στο Διοικητήριο, το βλέμμα του συναντήθηκε με την βιαστική, λάγνα ματιά μιας ψηλόλιγνης καλλονής, που ήταν ντυμένη σεμνά και σκεπασμένη με πολύχρωμη μαντίλα. Την λιγουρεύτηκε. –Μουσουλμάνα θα είναι, σκέφτηκε, πιο καλά, Τουρκάλα καυλομούνα, τις ξέρω αυτές τις καπακωμένες, είναι πιο εύκολες απ’ τις πεταχτές. Την ακολούθησε διακριτικά κατά πόδι. Εκείνη πήρε την κατηφόρα και κάθε τόσο στρεφόταν πίσω της, έβαζε την δεξιά παλάμη της πάνω απ’ τα μάτια δήθεν για αντήλιο ή σαν κάτι τάχα να ερευνούσε στο βάθος του ορίζοντα και συνέχιζε. Στρίβοντας την Ολυμπιάδος, μπήκε σ’ ένα μπακάλικο. Σε λίγο βγήκε, κρατώντας ένα σακί με πατάτες. Το ’ριξε στον ώμο της, περπάτησε τρία στενά πιο κάτω, έστριψε, έκανε καμιά τριανταριά βήματα και χώθηκε βιαστικά σ’ ένα δίπατο ξυλόσπιτο αφήνοντας μια ιδέα ανοιχτή την πόρτα. 
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μαύρος έφτασε στο κατώφλι της. Μα η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μια πόλη που μπορούσε κανείς να διαφυλάξει την ιδιωτική του ζωή. Ήταν τόσο πυκνοκατοικημένη που το παραμικρό γινόταν αντικείμενο θέασης ή ακρόασης από χίλιους δυο, γείτονες ή περαστικούς. Κάτι λίγο να τους ξένιζε μπορούσε να επισύρει τη χλεύη, το κάτι παραπάνω να φτάσει μέχρι την κατάρα, δεν ήταν δύσκολο η αποδοκιμασία να οδηγηθεί ως το γιουχάισμα και την πομπή. Γι’ αυτό όσοι ήθελαν να συνευρεθούν ερωτικά, για να φυλαχτούν απ’ τα κουτσομπολιά κατέφευγαν στις άκρες των μακρινών αραιοκατοικημένων συνοικιών, στην Καμουτσίδα και στην Καλαμαριά, και, στο Σέιχ Σου, που διέθετε τις καλύτερες καβάντζες, στα εβραίικα μνήματα ή πίσω απ’ τα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας. 
Έτσι και τώρα, έκοψε την κίνηση απ’ το αντικρινό παραθύρι μια κοσμοκαλόγρια, από εκείνες τις στερημένες από ζωή χριστιανόπληκτες γεροντοκόρες που συνδυάζουν αρμονικά τη κατήχηση περί ηθικής με το αδιάκοπο κους κους. «Τς, Τς, Τς», ακούστηκε με νόημα στο άδειο καλντερίμι. «Βούλωσ’ το, μωρή κάργα, μην ανέβω επάνω και σε ψήσω ζωντανή», της αντιγύρισε ο Μαύρος, κι έπειτα πέρασε θαρρετά απ’ την πόρτα κι άφησε προσεκτικά να πέσει από μέσα το μάνταλο. Έριξε μια εξεταστική ματιά στο κάτω πάτωμα. Ερεύνησε δυο μεγάλους χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους κι ήταν γεμάτοι λογιώ λογιώ στοιβαγμένα υφάσματα, ένα μακρύ τραπέζι με καρέκλες τριγύρω του κι αραδιασμένα επάνω του κάμποσα ρετάλια, αλλά και κλωστές, βελόνες και δαχτυλήθρες. Συμπέρανε πως είναι μοδιστράδικο. Σ’ έναν τοίχο σταμπάρισε δυο μικρούς περίτεχνους τεγιαρισμένους καθρέφτες. Τους έβαλε στο μάτι, αν τον βόλευε, θα τους σούφρωνε αργότερα. Ανέβηκε ανάλαφρα τη σκάλα που τα σκαλοπάτια της έτριζαν απαίσια. Η όμορφη αρχοντοκυρά βγήκε ξεσκέπαστη στο κεφαλόσκαλο κα του ’κανε νόημα να περάσει. 
–Αχ, γκιουζελίμ, σεκερίμ, αναστέναξε ο Μαύρος, μόλις την πλησίασε. 
–Μίλα ελληνικά καλέ, Ρωμιά είμαι, του είπε η νοικοκυρά.
-Πως με γέλασες, μωρή καλτάκα!, μουρμούρισε ο καλόγερος. 
Χωρίς να πει λέξη έβγαλε το ράσο και το αντερί του, την άρπαξε, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά κι άρχισε να την φιλάει και να την δαγκώνει στο λαιμό και στα στήθια ξεγυμνώνοντάς την ταυτόχρονα. –Σιγά μορφονιέ, θα φωνάξω, είπε εκείνη. Την έσυρε βίαια στην άκρη της καριόλας. Της κατέβασε γρήγορα το φουστάνι, της έκλεισε το στόμα, την ανάγκασε να σκύψει και μπήκε βιαστικά μέσα της από πίσω μουγκρίζοντας. Η κυρά άρχισε να σπαράζει βγάζοντας κραυγές λιγωτικές και λέγοντας «μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, σε θέλω, έλα, άντρακλά μου, χρόνια σε λαχταρούσα, χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή», ενώ παράλληλα πέθαινε απ’ τον πόνο γιατί πρώτη φορά της παλούκωνε κάποιος τον πισινό. Πάνω στην πάλη τους κι ενώ ο Μαύρος κόντευε να τελειώσει ακούστηκαν επίμονα και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και λαχανιασμένες φωνές. 
–Φεβρωνία, μωρή Φεβρωνία, έλα να ξεμανταλώσεις, άνοιξε. Ήταν η φωνή του άντρας της. 
Η κυρά σηκώθηκε βιαστικά απ’ την καριόλα, έσπρωξε μαλακά τον καλόγερο και δίνοντας του τα ράσα του στο χέρι, «περίμενε εδώ δίπλα», του λέει, δείχνοντάς του ένα χώρισμα που έκρυβε ένα μικρό κελάρι, «να δούμε τι με θέλει, και θα τον ξαποστείλω αμέσως». Ο καλόγερος, ατάραχος, έμεινε με κατεβασμένη την σκελέα του χωρίς να ενδιαφέρεται για τον κατευνασμό της φλογισμένης του στύσης. 
–Ντροπή, σου είναι ακόμα κορδωμένη, του είπε η κυρά. 
–Ντύσου μωρή, άμα βλέπω τον κώλο σου γυμνό, δεν πέφτει! Ύστερα φόρεσε το λερό του ράσο με αργές, τελετουργικές κινήσεις, σα να ετοιμαζόταν για να τον χειροτονήσουν επίσκοπο. Η κυρά Φεβρωνία σκεπάστηκε πρόχειρα, έβγαλε το κεφάλι της απ’ το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και, 
-Τι θες, Γρηγοράκη, και φωνάζεις; ρώτησε σκύβοντας. 
-Έλα μωρή Φεβρωνία, βιάσου, καιγόμαστε. Φωτιά, έπιασε φωτιά, πυρκαγιά, λίγο πιο ψηλά, κατά κει, στον συνοικισμό Γιλάν Μερμέρ, που λένε, κοντά στον Μεβλανέ. Έρχεται προς τα δω. Καίγεται η γειτονιά, καλέ, καίγεται η πόλη. 
–Αμάν, πάλι φωτιά, κάθε τρεις και λίγο φωτιά, δε βαρέθηκαν πια να την καίνε τη Θεσσαλονίκη; φώναξε δυνατά η Φεβρωνία. 
–Μωρή Φεβρωνία, βγες έξω, λέω, να σωθείς, η φωτιά ζυγώνει. 
Ο Γρηγόρης βάλθηκε να εξηγεί στους περίεργους που όλο και συγκεντρώνονταν γύρω του τα καθέκαστα. Μια άμυαλη Οβριά είπανε, μια Ρωμιά προσφυγίνα είπανε, που να ξέρεις, πήγε να τηγανίσει μελιτζάνες, λέει, και δες τι ζημιά που έκανε! Από σπίτι σε σπίτι, λέει, κι από σοκάκι σε σοκάκι πήρε δρόμο η φωτιά κι ό, τι βρεθεί στο δρόμο της το κάνει στάχτη. Και φυσικά, καθώς οι πιο πολλές κατασκευές, σπίτια και μαγαζιά, είναι από ξύλο δε θα μείνει, καθώς φαίνεται, τίποτα όρθιο. Θα ψάξουνε πάλι να βρεθεί κάποιος φταίχτης, δε μπορεί! –Ε, πως! Δεν έπεσε απ’ τον ουρανό η φωτιά! Κάποιος θα την έβαλε! είπε μια γλωσσού γειτόνισσα. –Κυρά μου, ναι, απάντησε ο Γρηγοράκης, μα την άλλη φορά συκοφαντήσανε αθώους κάτι ψευδομάρτυρες. Και τους πήρανε στο λαιμό τους. –Έτσι γίνεται, μωρέ Γρηγοράκη, άμα δε σε γουστάρουνε, και σε βάλουνε στο μάτι, πληρώνεις του μαχαλά τα μαναφούκια, είπε ένας φίλος του. 
.....................................................................................
Η Φεβρωνία σουλούπωσε κάπως τα μαλλιά της άρπαξε μια καλαθούνα, που χε μέσα τα λεφτά και τα τζοβαΐρια της και ξεχνώντας στο πανικό της τον καλόγερο έκανε να κατέβει τη σκάλα. Ο Μαύρος, την πρόλαβε, της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά προς τα πίσω, της άρπαξε την καλαθούνα και σάλταρε προς την σκάλα που την κατέβηκε με πέντε έξι δρασκελιές. Ξεκρέμασε στο άψε σβήσε και τα καθρεφτάκια απ’ το ντουβάρι του κάτω δωματίου κι έκανε να βγει. 
-Βοήθεια με κλέβουνε, έβαλε της φωνές η Φεβρωνία αψηφώντας το ρεζιλίκι της. 
Μα ο χεροδύναμος λωποδύτης καλόγερος, άνοιξε γρήγορα το μάνταλο, και –χωρίς να κοιτάξει προς την Άνω Πόλη, όπου χαμηλά, στις παρυφές των Κάστρων της, έβγαινε από κάποιες γειτονιές καπνός- έδωσε μια σπρωξιά στον Γρηγοράκη ρίχνοντάς τον καταγής κι από κει ροβόλησε στους κάτω μαχαλάδες, ανακατεύτηκε μέσα στο σαλεμένο πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο άλλος προς την θάλασσα να σωθεί, άλλος προς τα πάνω να δει από κοντά τι συμβαίνει, και έγινε καπνός.

* Μικρό δείγμα από το μυθιστόρημα -λαϊκό ερωτικό ρομάντζο τον καιρό της φωτιάς του ’17- απ' όπου παρελαύνουν όλοι οι λαοί που συνυπήρξαν πριν από έναν αιώνα στη Θεσσαλονίκη.