Ο Αλμπέρ Καμύ και οι λίγοι τρελοί που επιμένουν να νιώθουν...
[ Ειρήνη Παραδεισανού / Ελλάδα / 11.07.21 ]Δυο φράσεις του Αλμπέρ Καμύ με ακολουθούν αυτές τις μέρες. Η μία έχει να κάνει με τη μνησικακία που κατάφερε να σκοτώσει μέσα του και η άλλη με την προσπάθειά του να στέκεται σε ίση απόσταση από την αθλιότητα και τον ήλιο. Δεν είναι, νιώθω, τυχαίο ότι ο σπουδαίος αυτός διανοητής μνημονεύει την Ελλάδα και τους κλασικούς στο έργο του. Η πίστη στην ομορφιά συνυφασμένη με τη σπουδή στον θάνατο και τις τόσες μορφές του είναι αυτό που έκανε τους Έλληνες να στέκουν αγέρωχοι μπροστά στους θεούς τους, χωρίς όμως να φτάνουν στην ύβρη. Γιατί το είχαν νιώσει στο πετσί τους πως όποιος ξεχνά τη θνητή φύση του κατακρημνίζεται στα πιο πυκνά σκοτάδια και δεν είναι εύκολη η επιστροφή. Αυτό το πάντρεμα των αντιθέσεων ήταν που τους οδήγησε στα πιο σπουδαία έργα του ανθρώπινου πνεύματος, είτε ήταν η οφθαλμαπάτη στους κίονες του Παρθενώνα είτε η βαθιά αντινομία στην προσωπικότητα του τραγικού ήρωα του Σοφοκλή.
Και η πιο βαθιά μου απογοήτευση για τον σύγχρονο τύπο ανθρώπου που σιγά σιγά ξεπροβάλλει, είναι πως τον βλέπω επίπεδο και κούφιο, ανίδεο έστω να νιώσει μέσα του αυτήν τη φλόγα που κρύβεται στο πιο μικρό έργο του κλασικού Έλληνα. Και μιλάω και για τους μελετητές-φιλολόγους. Όποιος δεν έχει ψυχή μέσα του να συλλάβει τη συγκίνηση (κινούμαι μαζί σημαίνει πως έχω μάθει να φεύγω από το κέλυφος του εγώ), όσο και να επαίρεται πως μελέτησε αυτούς τους ανθρώπους, πάντα στην επιφάνεια θα μένει. Και αυτή είναι η νίκη που κατάφερε η νέα τάξη πραγμάτων. Δε χρειάζεται καμιά πυρά για να καούν τα κλασικά έργα, καμιά λογοκρισία να τα απαγορεύσει. Είναι απαξιωμένα στην ψυχή του νέου ανθρώπου που αχνοπροβάλλει, όπως κάθε τι ξένο στη φύση του.
Το ερώτημα είναι: ποια είναι η φύση του ανθρώπου σ' αυτήν τη νέα εποχή της βαρβαρότητας που έρχεται; Είναι δυνατόν να στεγνώσει η ψυχή μας; Και η απάντηση που με πείσμα θέλω να δώσω είναι: όχι. Τουλάχιστον όσο υπάρχουν αυτοί οι λίγοι τρελοί που επιμένουν να νιώθουν το μέσα τους βουητό. Σε πείσμα των καιρών.