«Νομίζω ότι ήπια 18 διπλά ουίσκι» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες του Ντίλαν Τόμας(9.11.1953). Γεννήθηκε στο Σουόνζι της Ουαλίας στις 27 Οκτωβρίου 1914. Είναι αυτός που δάνεισε το επώνυμό του στον Μπομπ Ντύλαν των ημερών μας. Ο ατίθασος Τόμας συνήθιζε να λέει ότι αν δεν γινόταν ποιητής, θα είχε πεθάνει στη ψάθα. Η ποίηση ήταν το πάθος του, αλλά δούλεψε και ως δημοσιογράφος για ένα διάστημα για να βγάλει τα προς το ζην. Σύχναζε στις παμπ, πίνοντας μπύρες και φλερτάροντας.
Στο Λονδίνο γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, την δυναμική 22χρονη Κέιτλιν Μακναμάρα, που εργαζόταν ως χορεύτρια. Μέσα σε δέκα λεπτά, ο Τόμας και η Κέιτλιν είχαν κλειστεί στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Παντρεύτηκαν το 1937, λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος.
Η σχέση τους ήταν θυελλώδης. Και οι δύο έπιναν πολύ, διατηρούσαν εξωσυζυγικές σχέσεις και αδυνατούσαν να ελέγξουν το θυμό τους. Ήταν όμως αδύνατο να μείνουν μακριά ο ένας απ’ τον άλλον. Κάθε φορά που μάλωναν, ο Τόμας επέστρεφε και η Κέιτλιν τον δεχόταν. Και μέσα σ' αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον απέκτησαν τρία παιδιά.
Ο Τόμας δεν πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, λόγω του άσθματος που είχε. Το 1945 έγινε διάσημος σε όλη την Αγγλία, εκφωνώντας για το ραδιόφωνο του BBC. Η φωνή του αποδείχτηκε πιο εμπορική ακόμα κι απ’ την ποίηση του. «Ξετρέλαινε» τις νεαρές θαυμάστριές του και έγινε το σήμα κατατεθέν του. Ακόμα και σήμερα, όσοι μελετούν το έργο του, αφιερώνουν πολύ χρόνο στην ανάλυση του τονισμού και της προφοράς του. Η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του ήρθε το 1950, όταν του έγινε πρόταση να περιοδεύσει στην Αμερική. Ο Τόμας έγινε ο ανεπίσημος «βασιλιάς» της Νέας Υόρκης. Εκατοντάδες συγκεντρώνονταν για να τον ακούσουν να απαγγέλλει τα ποιήματά του και τον παρακολουθούσαν με κομμένη την αναπνοή.
O Τόμας αντιμετωπιζόταν ως «ροκσταρ» όπου κι αν πήγαινε. Η προσωπική του ζωή ενθουσίαζε ακόμα περισσότερο το κοινό του. Έπινε μανιωδώς, κοιμόταν με διαφορετική γυναίκα κάθε βράδυ και φωτογραφιζόταν πάντα με ένα τσιγάρο στο στόμα. Οι θαυμαστές του αναφέρουν ότι πριν από τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τους Rolling Stones, ήταν ο Ντίλαν Τόμας που αντιπροσώπευε μια ατίθαση γενιά. Έκανε τρεις περιοδείες στις ΗΠΑ από το 1950 μέχρι το 1953. Το φθινόπωρο του ’53 ξεκίνησε την τέταρτη και τελευταία περιοδεία του....
Στις 3 Νοεμβρίου του 1953, πέρασε όλο το πρωί ξαπλωμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Chelsea. Έπινε συνεχόμενα από την ώρα που ξύπνησε, μέχρι το βράδυ, όταν πήγε στη παμπ «White Horse», όπου σύχναζε. Γύρισε στο ξενοδοχείο μεθυσμένος και περηφανεύτηκε ότι ήπιε 18 διπλά ουίσκι. «Έκανα καινούριο ρεκόρ», αναφώνησε! Την επόμενη μέρα, τον επισκέφτηκε ο γιατρός του, ο οποίος του χορήγησε μορφίνη, πιστεύοντας ότι υπέφερε από υπερκόπωση. Όσο περνούσε η ώρα, η κατάσταση του Τόμας χειροτέρευε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και έπεσε σε κώμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε στις 9 Νοεμβρίου.
Η ποίησή του ήταν περισσότερο ρομαντική και συναισθηματική. Δημοσίευσε ποιήματά του στα αγγλικά, για πρώτη φορά, στην εφημερίδα Sunday Referee, στη στήλη Poet's Corner, τo 1933. Το 1936 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο 25 Ποιήματα και το 1940 η συλλογή διηγημάτων Πορτρέτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου. Εκτός από ποιήματα, ο Ντίλαν Τόμας έγραψε διηγήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο (Strand Films) και το ραδιόφωνο (BBC), καθώς και το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο Under Milkwood (Κάτω από το γαλατόδασος, ελλ. έκδ. Ερμείας, μετάφραση Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ).
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι
Με τον άνθρωπο θα σμίξουνֹ
‘Οταν γλυφτούν τα κόκκαλα τους
και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν,
Θα ‘χουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάριֹ
Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
Αν θαλασσόπνιχτοιν θ’ αναδυθούν,
Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπηֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Κάτω απ’ τις δίνες τις θαλάσσης
Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα ‘βρουνֹ
Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους,
Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουνֹ
Στα χέρια τους η πίστη θ’ ανοίξει
Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν,
Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουνֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν στ’ αυτιά τους οι γλάροι
Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγριαֹ
Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια
Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής.
Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τ’ άψυχα καρφιά,
Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτεςֹ
Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθείֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.