«Ηδονές του γήρατος»
[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 06.12.21 ]-μνήμη Μένη Κουμανταρέα-
7 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
«κι οι γέροι ποιητές
προβάλλουν το κεφάλι στο παράθυρο,
είναι ώρα τους,
φωνάζουν βοήθεια,
φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω,
επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους,
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους
που πήρε μια ζωή να γράψουν,
γδύνονται να’ ναι έτοιμοι,
ανάβουν κερί, βάζου κολώνια, πίνουν ηρεμιστικά,
ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν, και ξαφνικά-
σωπαίνουν.
(Ανδρέας Αγγελάκης «Η μεταφυσική της μιας νύχτας»)
Οι συγγραφείς, όλοι οι συγγραφείς, (έστω κι αν δε χορτάσουν δόξες και αξιωθούν έναν και μοναδικό αναγνώστη : τον εαυτό τους), από μια πλευρά αγγίζουν την αθανασία : καταθέτοντας, υποτίθεται, σε μια κόλλα χαρτί τα μύχια και παραδίδοντάς τα στο διηνεκές. Ο Μένης Κουμανταρέας, πριμοδοτημένος αστός, προικισμένος με περίσσια ταλέντου, γόνιμη ανησυχία και βαθιά «συμπόνια» για τα ανθρώπινα πάθη, αναδείχτηκε με το σπαθί του σε έναν απ’ τους κορυφαίους ελληνόγλωσσους πεζογράφους του περασμένου και του τωρινού αιώνα. Το βάρβαρο φονικό του δε μοιάζει παράταιρο με την «εποχή των δολοφόνων» που διανύουμε. Αν και όλοι οι καιροί είναι με τον τρόπο τους εποχές δολοφόνων. Δε είναι μόνο όσες παντοειδείς δολοφονίες περνούν στον επίσημο ιστορικό απολογισμό μα κι εκείνες, οι άπειρες, εκατόμβες και τα ατομικά εγκλήματα που τελούνται δίχως μάρτυρες και τις καταπίνει η αδηφάγος λήθη.
Έσχατο δώρο του Μένη, το κύκνειο άσμα του, «Το χρυσάφι του χρόνου», συναρπαστικό ανάγνωσμα, αποχαιρετισμός στη ζωή με επίμονες αναγωγές στο σπαραγμένο κοινωνικό και ερωτικό οδοιπορικό του. Λογάριαζε για ξαδέρφια του –και είναι- τον Ιωάννου και τον Ταχτσή. Και «μαγκιά του» του Μένη, αυτός, ένας μποέμ αριστοκράτης, μεγαλωμένος στα πούπουλα, να πιάνει τον σφυγμό των λούμπεν αλλά και σημαίνουσες πτυχές της προλεταριακής νεολαίας του καιρού μας, ποδοσφαιριστές, μηχανόβιους, φοιτητές και άλλους πολλούς μέσα στα φυλλοκάρδια του αστικού κέντρου της πρωτεύουσας και να αναδεικνύει πρωταγωνιστικά τις περιπτώσεις τους σε λογοτεχνία υψηλής στόφας.
Στα αφηγήματα του Αριστομένη, σχοινοτενή ή σύντομα(πολύ σπανίως), πάντοτε άρτια και αριστοτεχνικά, δεν υπάρχει χαρά. Ούτε πλάκα. Είναι βέβαια όλα τους μουσκεμένα σ’ ένα άγριο σαρκασμό για τη ζωή και τα τερτίπια της. Μα ένα δραματικό κλίμα νοτίζει τι σχέσεις των ηρώων του, μια στυφή τραγικότητα διαπερνά την ατμόσφαιρά τους και τα σφραγίζει.
Κι αν το φρικτό του τέλος μας θυμίζει το φινάλε του Παζολίνι και ιδίως του Ταχτσή, αυτών των «γενναίων της ηδονής», -για κάποιους βέβαια, ουκ ολίγους, «κυνικών διεφθαρμένων»- δεν πέφτουμε έξω. Έτσι είθισται, σε μια στιγμή, στα μπόσικα, οι άντρες αυτοί, ερωτοπαθείς έως εσχάτων, -ιδίως όταν πρόκειται για έναν «ζωηρό» ολομόναχο γέροντα- να θυσιάζονται στον βωμό της «κατάρας» που τους δέρνει μια ζωή. Κι ας σπεύσουν ξανά και ξανά οι «τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» να μιλήσουν για την «ευθύνη» των «ανώμαλων» και τους «παρασυρμένους» κολασμένους νεαρούς, αιώνια «θύματα» της αναπαραδιάς και της εκάστοτε «κρίσης».
Μα δε σώνει κάποτε αυτό το πάθος; Σε κάποιους όχι, ποτέ. Σ’ αυτούς μοιάζει λυσσασμένο, δε χορταίνει και δε χορταίνεται. Δεν είναι όλοι σα τον Σοφοκλή που στην ερώτηση κάποιων νεαρών στην αγορά «τι περί αφροδισίων, διδάσκαλε;» απάντησε «όλβιος, ότι απηλλάγην τοιούτων δαιμονίων»! Εις τας δυσμάς του βίου του ο άνθρωπος ο ερωτομανής και λαγνουργός προς ανατολάς στρέφεται, ψάχνει για «φως στα μάτια του». Και έτσι την «πατάει».
Η ακολασία ως χαρακτηριστικό ή και «προνόμιο» των πάσης φύσεως καλλιτεχνών και «καλλιτεχνών», θεωρείται περίπου δεδομένη κι όχι ιδιαίτερα μεμπτή. Στην περίπτωση των πλούσιων ισχύουν σχεδόν τα ίδια, όμως δυσμενή σχόλια συνοδεύονται από αισθήματα απέχθειας λόγω, ας πούμε, «ταξικού συμπλέγματος», ευλόγως βέβαια, γιατί οι ερωτικά παρεκκλίνοντες στιγματίζονται δια βίου στις λαϊκές τάξεις και γιατί «αυτοί οι πλούσιοι κάνουν με τα λεφτά τους ό, τι θέλουν» και περίπου έτσι είναι. Μιλάμε για τους ευκατάστατους, όχι για τους απρόσιτους μεγιστάνες που λειτουργούν κυριολεκτικά ως «κράτος εν κράτει» και δεν έχουμε χαμπάρι σε τι λογιώ «αμαρτίες» επιδίδονται στα απρόσιτα για μας σαράγια τους, αν και, κάπου τους «πιάνουμε» μεταξύ ωμής πραγματικότητας και λαγνοθηρικής παραμυθολογίας.
Ο ηλικιωμένος, έτσι κι αλλιώς, είναι, όπως και το παιδί, ίσως και χειρότερα, έρμαιο στα χέρια του όποιου επίδοξου ψεύτη, διαρρήκτη, ληστή, φονιά. Πολλώ μάλλον οι περασμένης ηλικίας ανυπεράσπιστοι, ανήμποροι ασθενείς.
Οι ηδυπαθείς γέροντες που κατέχονται από φόβο, κυρίως της απειλής κατά της ζωής τους αλλά και αιδώ, λόγω του πιθανότατου χλευασμού και της κατακραυγής(«ανεπαίσχυντα τα τέλη της ζωής ημών» εύχεται συν τοις άλλοις και η ορθόδοξη εκκλησία) πειθαναγκάζονται να κρατούν καταχωνιασμένους πόθους μυστικούς, να στραγγαλίζουν ορέξεις που ανασταίνονται στη θωριά ενός νέου καλλίγραμμου ή μιας νέας δροσερής και συνήθως κλειδώνονται για να θάψουν τις επιθυμίες τους στις σκοτεινές τους κάμαρες.
Για τους τολμητίες ηλικιωμένους, τους εξορισμένους κοινωνικά απ’ την ερωτική δράση, -γιατί έτσι «επιβάλλεται»(τα «πουρά» οφείλουν να καλογερεύουν)-, που παραβαίνουν όμως το διαχρονικό αυτό –για δεξιούς κι αριστερούς- ταμπού οι κίνδυνοι πάντοτε ελλοχεύουν. Είναι τα ευκολότερα θύματα προμελετημένου ή ευκαιριακού δόλιου φόνου. Περί τα μεσάνυχτα πέπρωται να τελούνται οι πλέον ειδεχθείς. Κυνικά και χωρίς μεγάλα ρίσκα για τον δράστη. Τα εν βρασμώ, συχνά εωθινά και δίχως μέθη. Ο θυμός είναι πιο γλυκός το πρωί, είναι και τα κακά τα όνειρα που μπορεί να μεσολαβούν. (Κύριε, φύλαξέ μας από προμελετημένο κόλπο στα νυχτερινά μας ξεπορτίσματα, κι από ξυπνητούρια με οξύθυμο σύντροφο που τον νανούρισαν εφιάλτες).
«Τα τσόλια, αδερφέ μου, είναι σκατόψυχα», θα μπορούσε ίσως να εξομολογηθεί ο Μένης• «τα ταΐζεις, τα ποτίζεις, τα χαρτζιλικώνεις βαρβάτα, τα κάνεις ΄΄θεούς΄΄, και στο τέλος σου τη φέρνουν». Στην αρχή παίζουν θέατρο, είναι προπονημένα σ’ αυτό. Ακόμη και τον ερωτευμένο έχουν μάθει άριστα να κάνουν. Εξαιρείται βέβαια ένα ποσοστό γεροντόφιλων(«πουρολάγνων»). Πάντως, πειστικοί θεατρίνοι ή όχι, λειτουργούν σαν γελαστούρια σωτήρια στην ηδονοθηρική παραφορά της γεροντικής ερημίας. Δεν εξαιρούν κανένα, ούτε αριστοκράτη, ούτε φουκαρά. Τον δεύτερο τον ξεπαστρεύουν μάνι μάνι, ο πρώτος από κάποιο δέος(το χρήμα, οι υψηλές γνωριμίες, η διασημότητα) αναστέλλει κάπως την βία τους. Μα, όπως και να ’χει, τα θρασύδειλα τσόλια είναι αδίστακτα, άμα τους κάτσει. Τα ενδημικά μάλλον ηπιότερα, τα αλλοδαπά εκδικητικότερα, ένεκα η ξενιτιά και το ρεβανσιστικό πύον της ταλαιπωρίας και της ένδειας. Ξεφτιλίζοντας, ξεπαραδιάζοντας, ληστεύοντας –και σπανιότερα «καθαρίζοντας»- τον «πουστόγερο» (ή την «γριά πουτάνα») εκδικούνται τις αδικίες ή τις «αδικίες» που τους έγιναν στο τσαλάκωμα της αξιοπρέπειάς των θυμάτων τους –κάποτε και με την βίαια αφαίρεση της ζωής τους.
Κατά περίπτωση έχουν κι εκείνα το δίκιο τους. Υπάρχει ασφαλώς και η αντίθετη εκδοχή, η οποία στηρίζεται σ’ ένα σκεπτικό που προσπαθεί να τα δικαιώσει. Ή να δικαιολογήσει, με διάφορο βαθμό πειστικότητος, δίνοντας άλλοθι, τις ποικίλες εκδηλώσεις της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των περιθωριοποιημένων, άνεργων, εκδιδόμενων νεαρών. Υπάρχει και λογοτεχνική «σχολή», όπως π. χ. εκείνη του αγαπημένου Ζαν Ζενέ, η οποία διαπνέεται από μυθοποιητική ή και «αγιοποιητική» στάση απέναντί τους.
Όπως και να’ χει, τα τσόλια συχνά είναι άσπλαχνα, ο Μένης ήπιε το πικρότερο ποτήρι. Έχει κι εκείνος το μερτικό της ευθύνης του. Ως τσαμπουκαλεμένος γέροντας φαίνεται πως διέθετε ικανή θρασύτητα ώστε να προκαλεί κάποιους ευέξαπτους και ανερμάτιστους εκδιδόμενους νεαρούς ώστε να τον κάνουν να φτύσει αίμα. Ο εκλεκτός συγγραφέας ζούσε παράτολμα μελετώντας «καβαφικώ τω τρόπω» την έξοδό του, -σαν πρόβα θανάτου μοιάζει το τελευταίο του αριστούργημα, ο «Θησαυρός του χρόνου», σαν τον θάνατό του να τον ήξερε καλά : ή λιώσιμο απ’ τον φρικτό καρκίνο που τον τυραννούσε ή ξεπάστρεμα από ευεργετημένα χέρια «ερωτικά». Του ’λαχε το δεύτερο.
Τί νιώθουμε εμείς, οι πιο πολλοί από μας, και μιλάμε αψήφιστα για το τι και το πώς; Όχι για το «τί» διημείφθη και το «πώς» δολοφονήθηκε, αυτά μπορεί κανείς να τα υποθέσει, να τα φανταστεί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις παρόμοια επεισόδια συμβαίνουν κάθε μέρα και κυρίως κάθε νύχτα κατά τρόπο παραπλήσιο παντού. Αλλά τί ξέρουμε για το «τί» συνέβαινε στα μύχια της ψυχής του, για το μέγεθος της ταραχής, για την βρυκολακιασμένη αγωνία, για την καταγωγή του πόθου, για το άγριο υπαρξιακό αδιέξοδο που επιτείνει το προθανάτιο άγχος; Ποιος ξέρει τι βαθύ σαράκι μπαίνει στην ψυχή και την φλομώνει, στοιχειωμένες μορφές απ’ το παρελθόν, ματαιωμένοι ή μισοτελειωμένοι έρωτες, «θυμάται ορμές που βάσταγε», όλο αυτό το απρόσκλητο κομφούζιο κατακυριεύει τον άνθρωπο που βρίσκεται στο κατώφλι του Άδη αλλά διψάει ακόμη για ζωή, για αληθινή ζωή, για ερωτική ζωή, έστω και για τα ελάχιστα, τα πιο τιποτένια ψίχουλά της. Κι ο τελευταίος ετοιμοθάνατος ποθεί να ξεγελαστεί, ρουφώντας την στερνή ικμάδα ζωντάνιας από γύρω του, έξω και κόντρα σε κείνον τον απαίσιο θάλαμο των φαντασμάτων, αφήνεται και ενδίδει, όσο μπορεί, όπως κάποιες νύχτες –θυμάται- παλιά. Κι ας μη μπορεί να τα καταφέρει. Μα ποιος δικαιούται να στερεί τους γέροντες απ’ τα έσχατα ερωτικά τους δικαιώματα;
Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας, Μένη, εσύ ήξερες καλύτερα απ’ τον καθένα μας τι έκανες –κι ας λένε-, κι ας ήπιες το πιο πικρό ποτήρι, του θανάτου, από χέρια που ίσως να αγάπησες και σε σταύρωσαν.