Του Νίκου Κωστολιά*
Η συντριβή της περασμένης Κυριακής αποτελεί, κυρίως, το τραγικό αποτέλεσμα μιας σχεδιασμένης προσπάθειας να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα συστημικό κόμμα, ένας από τους δύο πόλους του εγχώριου δικομματισμού. Στην προσπάθεια να τα καταφέρει, διέρρηξε σταδιακά, και ίσως ανεπανόρθωτα, τη σχέση του με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που τον γιγάντωσαν και τον έφεραν στη διακυβέρνηση της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να γίνει κυβέρνηση στο πλαίσιο της κρίσης εκφράζοντας την ανάγκη μιας σημαντικής μερίδας πολιτών, κυρίως χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, να τιμωρήσει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα που θεωρήθηκε υπεύθυνο για τη χρεοκοπία της χώρας, διεκδικώντας ταυτόχρονα στοιχειώδη, έστω, προστασία από τις πολιτικές των μνημονίων. Ένα μεγάλο τμήμα των ανθρώπων αυτών δεν έγιναν ξαφνικά αριστεροί, ήξεραν όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αντισυστημικό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ως τέτοιο το ψήφισαν. Η αναγκαστική εφαρμογή των πολιτικών των μνημονίων μπορεί να αποτέλεσε ένα πρώτο κρίσιμο σημείο στην τροχιά της διάρρηξης των σχέσεων του κόμματος με αυτόν τον κόσμο, αυτό όμως που υπήρξε περισσότερο καθοριστικό ήταν η ενσωμάτωση των πολιτικών αυτών. Οι δημόσιοι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για την επίτευξη των στόχων των μνημονιακών πολιτικών συνοδεύτηκε όχι μόνο με την πλήρη απόσυρση του κόμματος από τις λαϊκές κινητοποιήσεις αλλά και τη χρήση αστυνομικής βίας για την καταστολή τους. Δεύτερο καθοριστικό σημείο αποτέλεσε η άρνηση από την πλευρά της ηγεσίας του κόμματος οποιουδήποτε είδους δημόσιας, σοβαρής αυτοκριτικής, μετά την ήττα του 2019, η οποία σφραγίσθηκε με το “θάψιμο” του κειμένου του απολογισμού. Τρίτο σημείο αποτέλεσε η πολιτική επιλογή, την ίδια περίοδο, της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα “μεγάλο, κανονικό κόμμα εξουσίας” με όχημα το σχήμα της Προοδευτικής Συμμαχίας. Η άκριτη, αθρόα προσχώρηση στο κόμμα φθαρμένων προσώπων του παλιού πολιτικού συστήματος το συνέδεσε ακόμα περισσότερο με το σύστημα αυτό, δημιουργώντας ταυτόχρονα όχι μια αίσθηση ηγεμονίας, όπως ίσως αναμενόταν, αλλά τυχοδιωκτισμού.
Επόμενος σταθμός “συστημοποίησης” υπήρξε η χλιαρή στάση απέναντι στην αυταρχική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Η άκριτη σύμπλευση στις πρακτικές των σκληρών λοκντάουν και των αλλοπρόσαλλων οδηγιών της επιτροπής Τσιόδρα οδήγησε στην ταύτιση του κόμματος από διευρυμένα στρώματα με τις επιλογές αυτές. Η πολιτική της “Προοδευτικής Διακυβέρνησης” αποτέλεσε τη τελευταία πράξη του σχεδίου “συστημοποίησης”. Χαρακτηριστικά της αποτέλεσαν η ρηχή, απλοϊκή και απολίτικη ρητορική, οι προσωπικές επιθέσεις στον Μητσοτάκη και η αθώωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ε.Ε., η αντιγραφή των συνθημάτων και του ύφους του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ο προσανατολισμός στη μεσαία τάξη, το συνονθύλευμα υποψηφίων από τηλεοπτικές περσόνες έως όπο@ άλλ@, θεωρητικά, θα έφερνε ψήφους κ.ά.
Σημαντική παράμετρο αποτελεί, επίσης, ο ετεροπροσδιορισμός της πολιτικής του με τους όρους που επέβαλαν τα ΜΜΕ, ακολουθώντας την ήδη διαμορφωμένη αισθητική τους.
Τούτων δοθέντων, ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνθηκε όχι μόνο από τα κοινά των αριστερών ή ανένταχτων ψηφοφόρων αλλά ακόμα κι από πιο δυναμικά τμήματα των μελών του κόμματος, τα οποία αντιμετωπίζονται, εδώ και χρόνια, περίπου ως υπάλληλοι συνεργείων μοιράσματος διαφημιστικών φυλλαδίων ή ακόλουθοι σε περιοδείες βουλευτών, χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης στις κρίσιμες αποφάσεις. Η εσωκομματική λειτουργία εξαντλήθηκε στη διοργάνωση εκδηλώσεων ενώ οι συνεδριάσεις των οργάνων σε όλα τα επίπεδα, του συνεδρίου συμπεριλαμβανομένου, όταν δεν καταργήθηκαν εντελώς, χρησιμοποιήθηκαν είτε για τη νομιμοποίηση εκ των προτέρων ειλημμένων αποφάσεων είτε για την εκτόνωση των όποιων αντιδράσεων. Την προεκλογική περίοδο εντάθηκαν, επίσης, φαινόμενα παραγοντισμού και παλαιοκομματισμού που είχαν κάνει σταδιακά όλο και πιο έντονη την εμφάνισή τους ήδη από την περίοδο της διακυβέρνησης.
Σήμερα, έχοντας μπροστά του τις εκλογές στις 25/6 και αντιμετωπίζοντας πλέον το φάσμα της οριστικής του απαξίωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να βρει εκείνα τα στοιχεία τα οποία του επέτρεψαν να βγει από το πολιτικό περιθώριο, συνδυάζοντας την αριστερή, αντισυστημική του φυσιογνωμία με τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Όχι μόνο για να προστατέψει το πολιτικό κεφάλαιο που έχτισε έως σήμερα αλλά, κυρίως, για να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας απέναντι στην επίθεση που δέχεται. Και που, το επόμενο διάστημα, ενδέχεται να ενταθεί, σε συνθήκες μιας νέας οικονομικής κρίσης. Το ερώτημα είναι αν προλαβαίνει, αν μπορεί και κυρίως αν θέλει.
Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι/ες για κανένα από τα τρία. Μπορούμε, όμως, να αισιοδοξούμε.
*Ο Νίκος Κωστολιάς είναι ασφαλιστικός σύμβουλος, Msc στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, μέλος της Ο.Μ. Αγίας Βαρβάρας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.