Δυο παιδιά
[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 31.07.22 ]Το θερμόμετρο λέει 35 oC. Βγαίνω τρέχοντας από το αμάξι, τραβολογώντας την ψάθινη τσάντα, με όλα μου τα συμπράγκαλα. Είναι πρωί και ευτυχώς η παραλία δεν έχει γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο ακόμα. Βρίσκω μια ωραία μεριά και στήνω το τσαντίρι μου. Μια κυρία, μέσης ηλικίας παραδίπλα με κοιτά επίμονα και όταν ρίχνω τελικά το βλέμμα μου πάνω της, παίρνοντας ένα πολύ σοβαρό ύφος μου λέει με στόμφο. «Ζέστη, πολλή ζέστη». Γνέφω συγκαταβατικά το κεφάλι.
Κρυμμένη κάτω από την καπελαδούρα μου, αρχίζω να απλώνω πάνω μου όλα τα αντηλιακά με δείκτη 50 που κουβαλάω. Απορώ για το πώς η μάνα μου, καθώς και όλες οι μανάδες της ίδιας γενιάς, γλίτωσαν τις αγωγές κι εμείς από την πρόνοια. Με δεδομένο πως μας άφηναν να γυρνάμε μέσα στο μεσημέρι στις παραλίες, κάνοντας συναγωνισμό στα μακροβούτια με την μπουκιά ακόμα στο στόμα. Προφανώς χωρίς καπέλα. Τα αντηλιακά δε, κοσμούσαν υπέροχα τα ράφια του μπάνιου. Και φυσικά, πολλές φορές η μεταφορά μας στην παραλία, γινόταν με όλα τα μέτρα ασφαλείας, πάνω σε ανοιχτές καρότσες αγροτικών αυτοκινήτων.
Η κυρία δίπλα μου διαμαρτύρεται τώρα, σε ποιον δεν ξέρω, για το χάρτινο καλαμάκι της, που την αναγκάζει να πιει γρήγορα και της στερεί την ικανοποίηση που προσφέρει ο καφές. Έχω ανοίξει το βιβλίο μου και είμαι έτοιμη να χαθώ στις σελίδες του, όταν η συμπαθής μαντάμ, αρχίζει να αναπτύσσει σχέδια πυροπροστασίας, πυρασφάλειας και αντιμετώπισης κρίσιμων συνθηκών, πάντα ξαπλωμένη στην άνετη ξαπλώστρα της. Χωρίς να μιλήσω κλείνω το βιβλίο και το βλέμμα μου τώρα πλανάται στο βαθύ μπλε της θάλασσας.
Διαφόρων λογιών φουσκωτά έχουν μπλεχθεί σε ένα παιχνίδι με τα κύματα και τα γέλια των παιδιών φτάνουν σαν μουσική στα αφτιά μου. Δαγκωμένοι λουκουμάδες, φέτες καρπουζιού, ένας εντυπωσιακός μονόκερως με όμορφα χρώματα, ακόμα κι ένας ανανάς στροβιλίζονται μπροστά μου. Όμως δύο ζευγάρια πορτοκαλί μπρατσάκια, μαγνητίζουν τη ματιά μου, μιας και είναι αλλιώτικα από τα άλλα.
Δεν είναι φορεμένα σε αφράτα παιδικά χεράκια, αλλά κρατούν στον αφρό, σαν σε χορό, δύο ηλικιωμένους. Το ζευγάρι κολυμπά αμέριμνο και δείχνει σαν να μην το απασχολεί κανείς και τίποτε άλλο. Εκείνη με άγαρμπες κινήσεις του ρίχνει στο πρόσωπο νερό, ενώ εκείνος τις κάνει αστείες γκριμάτσες και γελούν και οι δυο με την καρδιά τους. Ο ήλιος λούζει με τις ακτίνες του τα λευκά μαλλιά τους και η χαρά αντανακλά στης θάλασσας τον καθρέφτη.
Η κυρία δίπλα μου τώρα αναπτύσσει ιατρικές θεωρίες για νέες μεταλλάξεις, παράλληλα αναρωτιέται τι θέλει τώρα κι αυτός ο τοξοβόλος και τι μας νοιάζει αν θα φάει. Κάνει να βολευτεί καλύτερα στην αφράτη πετσέτα της όταν τους βλέπει. «Α! Κοιτάξτε δύο γεροντάκια με μπρατσάκια» μου λέει. Τελικά σε μένα μιλά τόση ώρα.
«Γεροντάκια βλέπετε εσείς;» τη ρωτώ. «Γιατί εγώ βλέπω δυο παιδιά».