Γεωργία Σάνδη: «αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο…»
[ ARTI news / Κόσμος / 08.06.23 ]Η Αμαντίν-Ωρόρ-Λουσίλ Ντυπέν, αργότερα βαρόνη Ντυντεβάν, μυθιστοριογράφος (υπέγραφε ως Γεωργία Σάνδη) και μια από τις μεγάλες φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα γεννήθηκε στο Παρίσι την 1 Ιουλίου1804 και πέθανε στις 8 Ιουνίου 1876.
Ο πατέρας της ήταν αριστοκράτης, ενώ η μητέρα της λαϊκής καταγωγής, και μεγάλωσε στο αρχοντικό σπίτι των προγόνων της, στο Νοάν, στην επαρχία του Μπερί, στο κέντρο, σχεδόν, της Γαλλίας, με τη γιαγιά της, Ντιπέν, η οποία ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712-1778) και δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα. Έτσι, η Ορόρ μεγάλωσε ελεύθερη από περιορισμούς και συμβατικότητες, ευτυχισμένη με τη συντροφιά των παιδιών του χωριού, μαγεμένη από τη φύση και τις λαϊκές διηγήσεις και τα τραγούδια των γεωργών και των γυρολόγων. Η ζωή των αγροτών, όπως αργότερα και των εργατών, θα εμπνέουν το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας, μεγάλης οξυδέρκειας.
Έγραφε σχετικά: «Ο χωρικός λοιπόν είναι, αν μπορούμε να πούμε, ο μόνος ιστορικός που μας έχει απομείνει από τα προ-ιστορικά χρόνια. Τιμή και πνευματικό κέρδος για όποιον θ' αφιερωνόταν στην έρευνα των θαυμαστών παραδόσεων κάθε χωριού, οι οποίες, αν συγκεντρωθούν, ομαδοποιηθούν, μελετηθούν συγκριτικά και αναλυθούν προσεχτικά, θα μπορέσουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκοτάδι των πρωτόγονων καιρών(...). η πολλαπλότητα είναι το φυσικό της προφορικής λογοτεχνίας. Η ποίηση των ανθρώπων της υπαίθρου, όπως και η μουσική τους, αριθμούν τόσους διασκευαστές όσους και ανθρώπους». («Lιgendes rustiques», 1858).
Μετά τις σπουδές της στη σχολή των Αγγλίδων Καλογραιών, η Ορόρ Ντιπέν πηγαίνει στο Παρίσι. Σε μια βεγγέρα γνωρίζεται με τον βαρόνο Φρανσουά Καζιμίρ Ντιντεβάν και το 1822 παντρεύονται. Ο γάμος τους δε θα είναι ευτυχισμένος, ούτε μακρόχρονος. Μόνη χαρά της θα είναι τα δυο παιδιά τους: Ο Μορίς και η Σολάνζ.
Η βαρόνη ταξιδεύει, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε περιοδικά και γνωρίζει το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του νεαρού συγγραφέα Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Γράφουν μαζί ένα μυθιστόρημα, που η Ορόρ το υπογράφει με ψευδώνυμο J. Sand, παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της. Ένα χρόνο αργότερα, στα 1832, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα -«Ιντιάνα»- και εμφανίζεται για πρώτη φορά με το όνομα που θα γίνει διάσημο: George Sand - Γεωργία Σάνδη.
Το σπίτι της Σάνδη στο Παρίσι γίνεται το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί συναντιούνται οι Μπαλζάκ, Φραντς Λιστ, Προσπέρ Μεριμέ, Χάινε. Τα μυθιστορήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και η επιτυχία κάθε καινούριου τίτλου ξεπερνά εκείνην του προηγούμενου. Η ζωή της είναι θυελλώδης, αλλά η σκέψη της είναι πάντα στα ζητήματα της κοινωνικής αδικίας. «"Αλλά", έλεγε με οργή, "αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο βασιλικώ δικαιώματι, κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να συντρέχουν αυτούς που υποφέρουν. Απορροφημένοι από τις άνοστες ηδονές τους, διασκεδάζουν με τον ίδιο παιδαριώδη και μικρόψυχο τρόπο, ωσότου η φωνή των λαών γκρεμίσει αυτούς τους θρόνους που μείνανε τόσον καιρό ανάλγητοι μπροστά στον σπαραγμό(...)». («Le Secrιtaire intime», 1834).
Η Σάνδη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρφωσης. Όπως προκύπτει από όλες τις επιλογές της ζωής της, εκτιμούσε και εμπιστευόταν τη γνώση, θεωρώντας ότι αυτή οδηγεί στην ελευθερία και στο σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Έγραφε: «Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Δε γεννιέται ούτε και καλός, όπως το εννοεί ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, (...). Ο άνθρωπος γεννιέται με περισσότερο ή λιγότερο δυναμισμό στα πάθη, με περισσότερη ή λιγότερη δυνατότητα να τα καταφέρνει ή όχι στην κοινωνία. Αλλά η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί: Να βρεθεί η μόρφωση που είναι η κατάλληλη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).
Για την ισότητα των γυναικών
«Ένας άντρας και μια γυναίκα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω όλο αυτό το πλήθος των διακρίσεων και των υπαινικτικών συλλογισμών που τροφοδοτούν τις κοινωνίες σ' αυτό το κεφάλαιο». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1867).
Το αγοροκόριτσο του Μπερί αναστατώνει τη γαλλική κοινωνία, όχι μόνο με τα γραπτά της, αλλά και με τους τρόπους της. Κυκλοφορεί ντυμένη σαν άντρας - «σαν μικρός φοιτητής»- με παντελόνι, γιλέκο ρεντιγκότα και καπέλο! Κι από πάνω, καπνίζει και πίπα! Οι γελοιογράφοι δε σταματούν να την σκιτσάρουν. Ωστόσο, είναι πάντα μια γοητευτική γυναίκα. Ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, ο έρωτάς της με τον λεπτεπίλεπτο ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομαντικό ταξίδι τους στη Βενετία, ο οχτάχρονος δεσμός της με τον μεγαλοφυή ασθενικό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.
Στα οδοφράγματα
Η επανάσταση το Φλεβάρη του 1848, βρίσκει τη συγγραφέα στους δρόμους, μαζί με το λαό που αγωνίζεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου-Φιλίππου, ο οποίος τελικά καθαιρείται και φεύγει. Η Σάνδη αρθρογραφεί με πάθος, στηλιτεύει τη μετριοπαθή στάση ορισμένων αγωνιστών και τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας «κομμουνιστικής δημοκρατίας» για το συμφέρον των πολλών...
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο λαός θα ξανακατεβεί στους δρόμους, αλλά αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός πνίγεται στο αίμα. Οι περισσότεροι φίλοι της συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, η ίδια καταφεύγει στο πατρογονικό της σπίτι στο Νοάν, γεμάτη θλίψη. Ο ανιψιός του Βοναπάρτη, ο Ναπολέων Γ΄αναρριχάται στην εξουσία... Αυτός για τον οποίο ο Καρλ Μαρξ έγραψε την 18η Μπρυμαίρ.
Πηγές: Wikipedia, δημοσίευμα της «Ουμανιτέ» (27/4/2004)