Αλμπέρ Καμύ: «Ζήστε σαν...»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 04.01.20 ]Ο Αλμπέρ Καμύ προτείνει «Ζήστε σαν...». Σαν πώς δηλαδή; Το ερώτημα μένει αναπάντητο. Το παιδί δεν «βλέπει» ακόμα τίποτ’ άλλο πάρεξ τον ορίζοντα των απροσδιοριστιών που αργότερα θα σχηματοποιήσει σε μορφές. Το νόημα της ζωής βρίσκεται ακόμα μόνο ως προ-υπάρχον στη «θόρυβο-γλώσσα» των οικείων φωνών• ως προφάνεια στην ομιλούσα σιωπή της αναλφάβητης Ισπανίδας μητέρας και στα χρώματα του μεσογειακού τοπίου. Πρώτα ριζώνεται ο χώρος μέσα στην ύπαρξη και ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο μέσω μια συγκεκριμένης «θέασης» αλλά και στον Άλλο μέσω της ερωτικής πράξης. Καθώς «Όταν αγκαλιάζεις ένα γυναικείο κορμί είναι το ίδιο σα να κρατάς μέσα σου αυτή την παράξενη χαρά που κατεβαίνει απ’ τον ουρανό και ξεχύνεται πάνω στη θάλασσα» (Οι Γάμοι). Ο αντικειμενικός χώρος που έχει εγγραφεί στο «σώμα» του Αλμπέρ Καμύ είναι η τραγικότητα του μεσογειακού πολιτισμικού «εδάφους». «Σ’ αυτά τα μέρη -γράφει στην «Εξορία της Ελένης»- μπορείς να καταλάβεις πως οι Έλληνες άγγιξαν την απελπισία χάρη στην ομορφιά και στην καταπιεστική της δύναμη (...) Αντίθετα, η εποχή μας έθρεψε την απελπισία της με την ασχήμια... Εξορίσαμε την ομορφιά, οι Έλληνες για χάρη της πήραν τ’ άρματα. Πρώτη διαφορά που έρχεται από πολύ μακριά. Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτα ως τα άκρα, ούτε τα ιερά ούτε τη λογική, γιατί δεν αρνήθηκε τίποτα, μήτε τα ιερά μήτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως. Η Ευρώπη μας, αντίθετα, ψάχνοντας να κατακτήσει την ολότητα, είναι κόρη της υπερβολής...» (Το καλοκαίρι). Γι’ αυτό το λόγο ο Καμύ θα κρατήσει «ίση απόσταση ανάμεσα στην αθλιότητα και τον ήλιο».
Ο πατέρας του Αλμπέρ, Λουσιάν, τραυματίστηκε στη μάχη της Μαρν κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα θα πεθάνει. Κι αν από μικρός βιώνει το θάνατο, παθαίνει και ο ίδιος φυματίωση το 1930, σε ηλικία 17 χρόνων. Αίφνης εισβάλλει το Τίποτα. Αύριο είναι ο θάνατος. «Απ’ αυτό το ασάλευτο κορμί η ψυχή (θα) λείπει. Αυτή η οριστική πλευρά του γεγονότος αποτελεί το περιεχόμενο του παράλογου συναισθήματος». Το παράλογο για τον Καμύ δεν βρίσκεται μήτε στον άνθρωπο μήτε στον κόσμο αλλά στην από κοινού παρουσία και αντινομία τους. Η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στην ανάγκη του πνεύματος για ενότητα και το χάος του κόσμου που το μυαλό συνειδητοποιεί συνιστά το παράλογο. Αλλά ποιο τάχα μπορεί να είναι το νόημα της ζωής ενός αυριανού νεκρού; Η υπεκφυγή-ελπίδα μιας άλλης ζωής ή η μεταθανάτια δικαίωση στο όνομα μιας μεγάλης ιδέας; Ούτε η αυτοκτονία ούτε η ελπίδα αλλά ούτε και τα άγονα παιχνίδια πάνω σε μεγάλες αθλιότητες, απαντά ο Καμύ. Η παράλογη συνείδηση πρέπει να ξεπεραστεί. Δεν υπαγορεύει αφ’ εαυτής κανένα κανόνα δράσης. Υποθάλπει, όμως, την ανταρσία. Αυτή τη γελοία λογική που θέτει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με ολόκληρη τη δημιουργία, πρέπει να την υποβοηθήσουμε, αποδεχόμενοι την ανυπαρξία λογικής στον κόσμο που μας περιβάλλει. «Ζην, σημαίνει να ζεις το παράλογο», να ζεις χωρίς επαύριο, να απολαμβάνεις τη στιγμή και με όλες σου τις αισθήσεις να απολαμβάνεις τον πλούτο του κόσμου. Αλλά το ζήτημα είναι να ζεις σκεπτόμενος. Και «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό…» (Ο Μύθος του Σίσυφου). Τελικά, ο Καμύ θα συμπληρώσει τα αποσιωπητικά του «Ζήστε σαν…» στους «Γάμους της Τιπάζα», όπου σημειώνει: Να γίνεις αθλητής, ποιητής ή και τα δυο μαζί. Ο αθλητής δομεί το σώμα του που είναι, σύμφωνα με τον Μωρίς Μερλώ-Ποντί, η «σκοπιά μας απέναντι στον κόσμο». Η ψυχή έχει νόημα μόνο μέσω του σώματος και μέσω αυτού κατοικείται ο χώρος. Αλλά ο χρόνος δεν μπορεί να είναι παρά «οι αδιάκοπες και διαδοχικές φάσεις του παρόντος». Όσο για τον ποιητή -που μπορεί να είναι ο Δον Ζουάν, ο ηθοποιός, ο κατακτητής του Μαλρώ, ο καλλιτέχνης, εν τέλει ο «ευτυχισμένος Σίσυφος»- αυτός δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να «δείχνει» με μεταφορές, μιμήσεις, εικόνες και «σιωπές» το παράλογο της κοινής μοίρας ή εκείνο που, σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν, δεν μπορεί να ιδωθεί και να ειπωθεί.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (πατρίδα του Καμύ), η έκκληση του συγγραφέα για ανακωχή πέρασε απαρατήρητη. Την ίδια εποχή οι «υπαρξιστές»(Σαρτρ) με τους οποίους ο Καμύ μοιράζονταν τις ίδιες αρχές του επιτίθενται μέσα από το περιοδικό «Μοντέρνοι καιροί» για το «παράλογο της φιλοσοφίας του», την οποία χαρακτήριζαν αστική και αντιδραστική. Όλα τούτα σήμαναν, μια αλλαγή, την «Πτώση»(μυθιστόρημα του Κ), τη διάρρηξη σχέσεων και δεσμεύσεων, αλλά και τη συνεπαγόμενη απελπισία του. Όπως γράφει στις «σημειώσεις» του ο συγγραφέας: «Οι ‘’Μοντέρνοι καιροί’’, αποδέχονται το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αρνούνται τη χάρη». Στην «Πτώση» ο Καμύ ειρωνεύεται, αναφερόμενος στις θέσεις των υπαρξιστών: «προσκαλώ τον καλό λαό να υποταχτεί και να επιδιώξει ταπεινά τις ανέσεις της δουλείας, έστω κι αν χρειάζεται να την παρουσιάσω σαν την ελευθερία»! Τους ίδιους, τέλος, μέμφεται όταν τονίζει πως «αφού δεν γινόταν να καταδικάσουμε τους άλλους χωρίς να κρίνουμε τον εαυτό μας, θα πρέπει να ρίξουμε όλα τα βάρη πάνω μας, για να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους». Ακόμη και η θυσία των υπαρξιστών είναι για τον Καμύ μια υπόθεση εξουσίας: «Πάνω απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος, θα σηκώνατε τότε το φρεσκοκομμένο ακόμα κεφάλι μου, για να δουν σ’ αυτό οι άνθρωποι τον εαυτό τους, κι έτσι, παραδειγματικός, να τους εξουσιάζω πάλι»!
Ο Καμύ θα διαπιστώσει έγκαιρα ότι η λογοτεχνία έγινε πια μία τεχνολογία της εξουσίας. Οι λέξεις έπαψαν να είναι «πρόκες», να είναι φορείς ιδεών και δεν γεννούν πια (με τη μεταφορική τους διάσταση), ως τελεστές γοητείας, νέες ιδέες. Οι λέξεις αντικαταστάθηκαν από τις εικόνες και όλα κατέστησαν εμπορεύματα. Κι όμως, ο άνθρωπος δεν άρχισε να κατασκευάζει τα πράγματα με προορισμό έναν κόσμο της ανταλλακτικής αξίας, αλλά για να τα «γοητεύσει», να τα εκτρέψει, δηλαδή, από την ταυτότητά τους.
Σήμερα, το περιεχόμενο της ποίησης αναζητάται στη φύση. Κάποιοι επιστρέφουν στον Θορώ, στην άποψη των «κόκκινων μυρμηγκιών», στην επιστροφή και τη συμφιλίωση με τη φύση και τα όρια που αυτή θέτει. Με βάση τη σκέψη του Θορώ προτείνεται αντί του καταναλωτικού ανθρώπου, ο Homo Poeticus (Jean-Claude Pinson), ο ποιητικός ή δημιουργικός άνθρωπος, που αρνείται να υπαχθεί στον παραγωγικό μύλο και τον καταναλωτισμό, που επιδιώκει την εφεύρεση εναλλακτικών τρόπων ζωής, όπου ο καθένας θα είναι ποιητής της δικής του ύπαρξης. Η πρόταση περιλαμβάνει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, μία άλλη κουλτούρα και μία διαφορετική οικονομία της ύπαρξης. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι άνθρωποι της δημιουργίας (όσοι εργάζονται ως «δημιουργοί» και όχι μόνο από ανάγκη, σύμφωνα με τη διάκριση της Χάνα Άρεντ), αυτοί που εργάζονται στην οικονομία της γνώσης, της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και της κουλτούρας θα μπορούσαν να συστήσουν το «ποεταριάτο» (Rene Edme). Δεν ξέρω ποιο θα είναι το εναλλακτικό παράδειγμα, αν το νέο ιστορικό υποκείμενο της ανατροπής θα είναι το όποιο «ποεταριάτο», αλλά το βέβαιο είναι ότι πρέπει κανείς να ζει σκεπτόμενος. Και «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό… (Γιατί) Αυτό που δικαιώνει τη σκέψη είναι η ακραία συνείδηση» (Α. Καμύ: Ο Μύθος του Σίσυφου).