Όταν το ζώο εντός μας πεθαίνει

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 24.08.19 ]

“Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι»,

έγραφε ο Καβάφης στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.».

Λάτρης της νεότητας και της ομορφιάς, ο ποιητής νοιώθει για τα γηρατειά αποστροφή και θλίψη.«Η ανεμελιά της νιότης», λέει ο Σοπενχάουερ «βασίζεται, ως ένα βαθμό, στο ότι καθώς ανεβαίνουμε το βουνό, δε βλέπουμε το θάνατο, γιατί βρίσκεται στους πρόποδες της άλλης πλευράς. Μόλις όμως περάσουμε την κορυφή, αποκτούμε οπτική επαφή με το θάνατο»{..} «Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις αναφορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κειμένου».

Για τον Σοπενχάουερ, ωστόσο,η νιότη χαρακτηρίζεται «από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχετική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο. Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυναστεύει ή απειλεί τον άνθρωπο.

Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του, και κινείται πια ελεύθερα. Όπως και να ‘χει το πράγμα, η νιότη είναι η εποχή της ανησυχίας, τα γηρατειά η εποχή της γαλήνης {…} Μόνο σε προχωρημένη ηλικία μπορεί ο άνθρωπος να εκτιμήσει την αποστροφή του Οράτιου: Να μη σε εκπλήσσει τίποτε. Έχει πεισθεί άμεσα και ειλικρινά για τη ματαιότητα των πάντων και για την κενότητα κάθε επίγειας δόξας: οι χίμαιρες έχουν εξαφανιστεί.

Δεν κυριαρχείται πια από την ιδέα ότι κάπου, σε κάποιο παλάτι ή σε κάποια καλύβα, τον περιμένει η ευτυχία. Αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι να μην υποφέρει ο ίδιος σωματικά και πνευματικά. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν πια οι κοσμικές διακρίσεις ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό, στο υψηλό και στο ταπεινό. Και μέσα απ’ αυτή τη μακαριότητα, ο ηλικιωμένος μπορεί να έχει την πολυτέλεια να χαμογελάει όταν βλέπει αφ’ υψηλού τις απάτες του κόσμου». (Από τα «Πάρεργα και παραλειπόμενα», 1851).

Τα γηρατειά, με την ύπαρξη σε εκκρεμότητα, με την απόλυτη αίσθηση της θνητότητας είναι για τον Μπόρχες ευτυχία και αυτογνωσία:

«Τα γερατειά (όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)

μπορεί και να ’ναι ο καιρός της ευτυχίας μας.

Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να ’ναι.

Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του» (Εγκώμιο της σκιάς).

Περνάμε στην Τρίτη ηλικία χωρίς να το καταλάβουμε, ανεπαισθήτως… Ωστόσο οι άνθρωποι γερνούν όταν ξεμένουν από ιδανικά. Είμαστε αιώνια νέοι, όσο πιστεύουμε στην ομορφιά της ζωής.