Τι σε κάνει το πάθος για το χρήμα
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 22.05.18 ]«…Δηλαδή, εάν γιαουρτώνουμε τον Πάγκαλο είναι μια χαρά. Αν μαχαιρώνουμε τον Φύσσα είναι κακό. Δεν λέω βέβαια ότι το μαχαίρι και το γιαούρτι είναι το ίδιο πράγμα, αλλά η βία είναι βία…» Παύλος Τσίμας, ΣΚΑΪ, 21/5/18
Η άνωθεν αποστροφή στο λόγο του ανανήψαντος πρώην κομμουνιστή κάνει τον καθένα ν’ αναρωτιέται: πώς ο άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, ως ορθολογικό ον, είναι δυνατόν, στην πορεία του ενήλικου βίου του, να προχωρήσει σε τέτοιες νοητικές υπερβάσεις ώστε το πρόσωπό του να αναγνωρίζεται μοναχά μέσα από ένα ολωσδιόλου παραμορφωτικό κάτοπτρο; Πώς είναι δυνατόν με άλλον ανθρωπολογικό τύπο να ταυτίζεσαι στη νιότη σου και με άλλον, διαμετρικά αντίθετο, στα γηρατειά σου; Τι μεσολαβεί; Συνειδησιακή στρέβλωση, άλλως πως αλλοτρίωση; Μιας κάποιας μορφής ψυχική νόσος; Τι;
Είναι αλήθεια πως να βλέπει κανείς, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο, να μετατρέπονται σε νουνεχείς στυλοβάτες του συστήματος εκείνοι που άλλοτε οραματίζονταν να αλλάξουνε τον κόσμο, είναι φαινόμενο συνηθισμένο. Να επανατοποθετούνται ιδεολογικά και πολιτικά, επίσης. Και να διαλέγουν να διαβιούν όχι πια με το λαό, για το λαό, αλλά με τους από πάνω, με τον τρόπο των από πάνω, με τα αργύρια των από πάνω, σχεδόν κοινότοπο.
Ανθρώπινο, θα έλεγε κανείς, πολύ ανθρώπινο. Να στέκεις κόντρα στην κυρίαρχη αστική εξουσία, να δίνεις μάχες καθημερινές, ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις, είναι βαριά δουλειά. Μπορεί και να περάσει μια ολόκληρη ζωή, και να βρεθείς, γέροντας πια, να μην έχεις δει ούτε απ’ έξω τα σπίτια των αρχόντων και τα διαμαντικά και τα μετάξια τους, να μην έχεις να αφήσεις στα παιδιά σου τίποτα, παρά μονάχα τη ρομαντική ψυχή σου, να μην έχεις χαρεί, εν τέλει, στα δυσμάς, ούτε έναν απ’ τους φετιχισμούς του εμπορεύματος, που –τι κι αν αναπαράγουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;- έχουν τη χάρη τους.
Να παραμένεις κομμουνιστής, ριζοσπάστης αριστερός, την ώρα που η ιδεολογική ηγεμονία, και, προφανώς, η όντως εξουσία, παραμένει στον αντίπαλο, να στηρίζεις τις ιδέες της ισότητας και της αταξικής κοινωνίας, να πολεμάς γι’ αυτές, όταν στο πλάι σου το χρήμα κάνει πάρτι, είναι βαρύ. Ό,τι, λοιπόν, απέκτησες στη νιότη σου, τη γνώση απ’ τα διαβάσματα και τα κινήματα, τη θέτεις, αφού τη διαστρέψεις, στην υπηρεσία των αφεντικών. Και ζεις ζωή και κότα, που λέει κι ο κυρίαρχος λαός.
Ζεις, όμως; Είναι ζωή αυτή που για να ζεις πρέπει να βουτηχτείς στη λησμονιά κάθε λεπτής απόχρωσης των ιδεών, να επιδίδεσαι νυχθημερόν σε κάθε ακρωτηριασμό της σκέψης, να ενδίδεις στον υπαγορευόμενο ολοκληρωτισμό;
Είναι ζωή ή νόσος; Πώς λογαριάζεται, αλήθεια, η αναυθεντικότητα της συνείδησης; Και πώς το αλλοτριωμένο πνεύμα; Ελευθερία από τις «ιδεοληψίες» ή καταναγκασμός για την τρυφή;
Ένας από τους κατ' επάγγελμα δημοσιολογούντες, που η βία του χρήματος τον καταδίκασε, αντί να μετασχηματίσει την κοινωνία, να μεταστρέψει εαυτόν, θα είχε πολλά να πει. Και να σκεφτεί, αν, φυσικά, μπορούσε.