Ο Παπαδιαμάντης του κοινοτισμού

[ Γιώργος Σταματόπουλος / Ελλάδα / 08.05.23 ]

Δύο είναι οι ερωτήσεις που προκύπτουν αβίαστα: Μπορεί ένας συγγραφέας του προπερασμένου αιώνα να συνομιλήσει με τους νέους τού σήμερα αλλά και τον πνευματικό κόσμο της χώρας; Δεύτερον: μπορεί η γλώσσα του Παπαδιαμάντη να γίνει κατανοητή και -ως εκ τούτου- κατανοητό και το έργο του;

Θα προσπαθήσω να απαντήσω και φιλολογικά -παρότι δεν είμαι θεράπων της φιλολογικής επιστήμης- και λογοτεχνικά υπό το πρίσμα όμως της δημοσιογραφικής ματιάς στον πολιτικο-κοινωνικό χαρακτήρα τής λογοτεχνίας. Είμαι της γνώμης ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι αδύνατον να μεταφραστεί ή να αποδοθεί έστω στα νέα ελληνικά χωρίς να χαθεί η αίγλη και το μεγαλείο του πρωτότυπου έργου. Θεωρώ ότι ένας νέος σήμερα δεν είναι ικανός -λόγω της μονοδιάστατης Παιδείας του κυρίως - να κατανοήσει την
οιονεί αρχαΐζουσα γλώσσα του Σκιαθίτη συγγραφέα, που είναι ταυτόχρονα καθαρεύουσα, εκκλησιαστική, γλώσσα των εφημερίδων, δημοτική, βυζαντινή, λαϊκή. Όλες οι μορφές αυτές είναι το μεγάλο όπλο έκφρασής του, το αποκλειστικά δικό του γλωσσικό φρόνημα. Μ’ αυτή τη γλώσσα δημιουργεί τη μεγάλη λογοτεχνία. Κάθε απόπειρα να αποδοθεί στη νέα ελληνική είναι ματαιοπονία. Απλούστατα θα χάσει την ψυχική της βαθύτητα
και την καταγωγή της, που είναι η ίδια η ιδιαίτερη πατρίδα του.

Ο Μπουφόν έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι το ύφος του, ο Χάιντεγκερ και ο Βιτγκενστάιν θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος είναι η γλώσσα του. Αυτό είναι ο Παπαδιαμάντης.
Διαβάστε π.χ., το έργο "Ο έρωτας στα χιόνια" όπως το απέδωσε στα νέα ελληνικά ο πρόσφατα αποβιώσας Μένης Κουμανταρέας. Αυτό δεν είναι Παπαδιαμάντης. Μπορεί να είναι ο,τιδήποτε άλλο, όχι όμως Παπαδιαμάντης. Άρα οι εκπαιδευτικοί φιλόλογοι είναι ανάγκη πάσα να βρουν άλλον τρόπο να μεταλαμπαδεύσουν στους μαθητές το νόημα
και την ουσία του μοναδικού αυτού έργου του. Να μπουν στο βάθος του, να το κάνουν κτήμα τους και να το μεταδώσουν ατόφιο και αναλλοίωτο στους διψασμένους να μάθουν νέους, σε όσους τελοσπάντων νοιώθουν υπερήφανοι για τέτοιους προγόνους.
Γιατί να νοιώθουμε αλήθεια υπερήφανοι; Γιατί τα μικρά του διηγήματα ξεπέρασαν την τοπικότητά τους και έγιναν παγκόσμια; Ισάξια θα έλεγα του Ντοστογιέφσκυ; Διότι κουβαλάνε στις σελίδες τους έναν πρωτόγνωρο τύπο εθνικής αυτογνωσίας. Μιλάνε για την Κοινότητα, το μεγάλο αυτό κοινωνικό φαινόμενο που συνέχει κατά περιόδους
άπασα σχεδόν την ελληνική κοινωνία. Μιλάνε για φτωχούς και κατατρεγμένους, παλαβούς, μέθυσους, περιθωριακούς, πόρνες, φόνισσες, παρίες εκάστου είδους, γι΄ ανθρώπους που ζουν στο ημίφως της καθεστωτικής πραγματικότητας, έξω από τα πλοκάμια τής εξουσίας, μέσα στην εξουσία τού σκότους και της μεθορίου, δείχνουν όμως ταυτόχρονα τις αρετές τους. Αρετές και μειονεκτήματα είναι αξεδιάλυτα.
Σε ό,τι αφορά την εθνική αυτογνωσία ο Παπαδιαμάντης είναι ισοϋψής του Σολωμού και του Καβάφη. Έλεγε ο Άγγλος ιστορικός Άρνολντ Τόυνμπη πως την εθνική γλώσσα μιας χώρας τη φτιάχνουν οι λογοτέχνες της και όχι οι φιλόλογοι ή οι ακαδημαϊκοί της. Συμφωνώ.
Ένας σπουδαίος Ελληνας συγγραφέας, που πέθανε μόλις στα 39 του (Χρήστος Βακαλόπουλος) έγραψε ότι "Ο Παπαδιαμάντης υπηρέτησε το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που εμείς σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις" και επίσης ότι "εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη
κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας". Και πάλι συμφωνώ. Ο μεγάλος Σκιαθίτης δεν αντιτίθεται στη φραγκοκρατία, παρότι εχθρεύεται κάθε τι που έρχεται απ’ έξω ακατέργαστο και αφιλτράριστο από την ελληνική ψυχή (τον ελληνικό τρόπο). Παλαιόθεν οι ξένοι συγγραφείς όταν επισκέπτονταν την ελληνική επαρχία έτριβαν τα χέρια τους γιατί θεωρούσαν ότι συναντούσαν πολύτιμους λαογραφικούς θησαυρούς. Στην ουσία απλώς ηθογραφούσαν, ήσαν ανίκανοι να δουν το αίμα που έρρεε κάτω από το δέρμα της πολύπαθης χώρας. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο ίδιος η χώρα του, η Κοινότητα.
Γνωρίζει σε βάθος τις χαρές και τις λύπες, ξέρει τα κουτσομπολιά και τις μικροαπατεωνιές, γνωρίζει όμως και τη μικρή καθημερινότητα: τις γεύσεις των φαγητών, τα βουνά, τη γη, τα μονοπάτια, τα ρυάκια. Στο έργο του κάθε υλικό αντικείμενο είναι θαρρείς ζωντανό,
έχει τη δική του ομιλούσα γλώσσα.

Ο οξυνούστατος, μακαρίτης κι αυτός, Κωστής Παπαγιώργης, σημείωσε ότι "ο Παπαδιαμάντης είχε συλλάβει από νωρίς την αινιγματική βαθύτητα της αυτοτελούς κοινωνίας". Η κοινότητα διαφυλάσσει ανεκτίμητους, πολύτιμους θησαυρούς,
που δεν επηρεάζουν ίσως την εθνική ιδεολογία επιζητούν, όμως, μανιωδώς την πνευματική ολότητα.
Στα διηγήματα όλα τα μικροσυμβάντα, παρότι προβάλλουν το ευτελές και το ασήμαντο, πάσχουν να δείξουν τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων που συμμετέχουν. Συναισθήματα και λογική αντανακλούν την οικουμενικότητα, εξ ου οι μεγάλοι συγγραφείς. Γνωρίζουν
καλά τον αγώνα με τη Γη, θυμούνται τα τοπικά χρώματα, οσφρίζονται τα αρώματα και τον ιδρώτα των γονιών τους, χαίρονται με τα λαϊκά πανηγύρια, λυπούνται μαζί με τους συγγενείς τού κάθε νεκρού της κοινότητας, χορεύουν όλοι μαζί στις πλατείες του χωριού,
βάζουν τρικλοποδιές ο ένας στον άλλο προκειμένου να κατακτήσουν την όποια, μικρή ή μεγάλη, εξουσία.
Φρονώ ότι όσα διατρέξαμε συνοπτικά συγκλίνουν πλέον στην πολιτική διάσταση του φαινομένου Παπαδιαμάντης. Συμπεραίνω ότι ως συγγραφέας έχει το προνόμιο να μπορεί να συνομιλεί με τη νέα γενιά. Κατ’ αρχάς διότι όλο του το έργο, κυρίως τα διηγήματα,
φέρουν από μόνα τους εναλλακτική πολιτική πρόταση, που δεν είναι παρά η λιτοφροσύνη και οι αξίες και αρχές ενός κοινοτιστικού τρόπου ζωής, κόντρα στην παγκοσμιοποίηση.
Στη συνέχεια διασώζει το πολύπλευρο και πολύτυπο της ελληνικής γλώσσας, μας προσφέρει τον πλούτο της. Προχωρεί ακόμη.
Αναδεικνύει τον αυταρχισμό των εξουσιών, τη διαφθορά των πολιτικών, τον λιτό αλλά όχι φτωχό τρόπο ζωής, την αυτάρκεια ως απόρροια μιας βαθειάς βιοσοφίας, ελεγχόμενης παραγωγής και αρμονίας με τη φύση. Είναι ένας πρωτοπόρος, θαυμάσιος πρόδρομος
των αποαναπτυξιακών και αντιωφελιμιστικών κινημάτων, ισόβαθμος του Ντέηβιντ Θόροου, οι ιδέες του οποίου επηρέασαν βαθύτατα τον Γκάντι και πολλά πασιφιστικά κινήματα. Μας θυμίζει ότι δεν πρέπει να βυθιζόμαστε στη λήθη, μήτε να αρνιόμαστε την παιδική ηλικία
και τους προγόνους, "το θάλπος της εστίας και την οσμή της αγροτικής οικοκυροσύνης"! Επίσης ότι το τοπικό, εάν προσεγγιστεί με έρωτα, συναλληλία και δημιουργικότητα, εύκολα καθίσταται πανελλήνιο, ακόμη και παγκόσμιο. Βάση του έργου του, αυτό που οφείλουμε να αγκαλιάσουμε άπαντες, είναι το γενέθλιο ήθος του, από κει ξεκινάνε όλα, αλλά στην αρένα της ζωής εύκολα το λησμονούμε.
Ίσως γι’ αυτό, παρότι οινοβαρής, παρέμεινε ταπεινόφρων ώς το τέλος της ζωής του. Η πολιτική ερμηνεία του παπαδιαμαντικού έργου φαίνεται επιτακτική σήμερα αν και ο ίδιος απέφευγε να συγγράψει αμιγώς πολιτικού περιεχομένου διηγήματα. Μπορεί να χρειαζόμαστε γλωσσάρι για να προσεγγίσουμε τη γλώσσα του, χρειαζόμαστε όμως και σθένος για να κατανοήσουμε το μεγαλείο της κοινότητας, την καθημερινή πολιτική μας στάση απέναντι στην εξουσία που περιβάλλει σχεδόν την κάθε μας κίνηση. Αυτό είναι μεγάλο μάθημα: πώς το έλασσον γίνεται μείζον΄ τίποτα δεν είναι ευτελές όταν είναι γνήσιο και προστατεύεται από αγάπη.
Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη λοιπόν; Εν πολλοίς ναι, θα απαντούσα, ως απόσταγμα λιτής, ανιδιοτελούς, καθαρής ζωής, ως βοήθημα στη συνείδηση της ιδιοτυπίας της ελληνικότητας, της εθνικής γλώσσας και -λίγο παράτολμα- μιας εθνικής συνείδησης.
Εμείς οφείλουμε να συνομιλήσουμε μαζί του, αλλά πρέπει πρώτα να τον γνωρίσουμε, να επισκεφθούμε τις σελίδες του, έστω και με λυσσάρι, και να αναμετρηθούμε με τον τρόπο ζωής΄ τον δικό του και τον δικό μας. Δεν θα απογοητευθούμε νομίζω, αντίθετα πολλά
σκοτάδια θα διαλύσουμε από τον ανεξερεύνητο εαυτό μας. Θα εκπλαγούμε άπαντες αν μάθουμε πώς κανόνιζε τα της μισθοδοσίας του ο ταπεινός αυτός συγγραφέας. Του προσέφεραν π.χ., 150 δραχμές και ο ίδιος έλεγε πως του αρκούν και οι 100. Τηρούσε την παράδοση σύμφωνα με την οποία -κατά τον Μαξ Βέμπερ- "ο άνθρωπος από τη φύση του δεν θέλει να κερδίζει όλο και περισσότερα χρήματα, αλλά να ζει και να κερδίζει τόσα όσα χρειάζεται για τον σκοπό αυτό". Θα αντιληφθούμε ότι οι ήρωές του εναντιώνονται στον κανόνα (Νίκος Φωκάς) "μιας Ελλάδας προσανατολισμένης στο χρήμα, μιας κοινωνίας αγνώριστης, εκβαρβαρισμένης, στερούμενης αυτοσεβασμού και υπερηφάνειας...".

 Ο Σπύρος Μελάς έγραψε ότι "ουδείς άνθρωπος, πνευματικός ή μη στη νεώτερη Ελλάδα
έδειξε τόση περιφρόνηση προς κάθε κοινωνική προαγωγή, κάθε διάκριση, κάθε αρριβισμό όσο ο Παπαδιαμάντης".
Δεν προτείνω να γίνουμε ασκητές ή περιφρονητές τής ύλης, μπορούμε όμως να προβληματιστούμε ή να σταθούμε με σεβασμό και προσοχή στο τι απασχόλησε το παπαδιαμαντικό έργο. Ιδού, όπως τα καταγράφει ο Νικόλαος Καλοσπύρος: η ευτέλεια και η απλότητα, οι επαγγελματίες πολιτικοί και η διαφθορά τής πολιτικής, η ελληνική γλώσσα, ο αείζωος αρχαίος κόσμος, οι προλήψεις και η αμάθεια, η συνείδηση, ο θάνατος, η αυτοχειρία, ο ναρκισσισμός, οι ξεριζωμένοι άνθρωποι, η μανιώδης δυτικοπληξία, τα ανθρώπινα πάθη, οι εξαγορασμένες συνειδήσεις, η διολίσθηση των κληρικών, τα ήθη και έθιμα, η απάτη και ο μεγαλοϊδεατισμός, η συγγραφική τέχνη, ο ψευδεπίγραφος χριστιανισμός κ. ά. Όλα αυτά ,τονίζει ο Καλοσπύρος, ("Στοχασμοί", εκδ. Στιγμή) όχι "σαν ανέστιος πολυπράγμων ή εντυπωσιοθήρας, αλλά ως βαθύτατος ανθρωπολόγος και κοινωνικός ανθρωπογνώστης που φιλοσοφεί τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων".
Ιδού λοιπόν ο αρνητής της αποχαύνωσης που επιφέρει η ευμάρεια, ο προπαγανδιστής της υπεύθυνης εγρήγορσης και της άγρυπνης αντίδρασης.
Και κάτι λογοτεχνικό, νομίζω και φιλολογικό, όπως το καταγράφει ο Παύλος Νιρβάνας: "Ο Παπαδιαμάντης απλούστατα είναι μεγάλος, μεγάλος ακριβώς από την περιφρόνηση προς κάθε προϋπάρχοντα μορφολογικό κανόνα. Γράφει διηγήματα; Γράφει μυθιστορήματα;
Γράφει εντυπώσεις; Γράφει πεζά ποιήματα; Ούτε ο ίδιος δεν ηξεύρει".
Εμείς όμως ξέρουμε ότι εξέφρασε το χαροποιόν πένθος τής ελληνικής συνείδησης και ήταν "ο άνθρωπος που δεν είχε καιρόν να αποκτήσει χρήματα". Ο δημιουργός που άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη το έργο του, εσαεί.

Πάτρα, 3/4/2015