Ο Ερνέστο Σάμπατο και η ζωή ως αλγόριθμος
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.06.21 ]«Έχει κάποιο νόημα η ζωή; Τι σημαίνει ο θάνατος; Είμαστε μία αιώνια ψυχή ή απλώς μία συσσώρευση μορίων από αλάτι και χώμα; Υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει; Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά προβλήματα. Όλα τα υπόλοιπα, όπως ο νόμος της βαρύτητας, η ατμομηχανή, οι δορυφόροι του Δία, ως και ο κύριος Καντ με τις περιβόητες κατηγορίες του, σωστά λέει ο Καμύ, είναι στο βάθος ένα παιχνίδι για μικρά παιδιά. Στο διάβολο η καθαρή σκέψη και η οικουμενικότητα των νόμων της! (...) Τι σημασία έχει αν η Καθαρή Σκέψη είναι οικουμενική και αφηρημένη, όταν Αυτός-που-διαλογίζεται δεν είναι ένας θεός, αλλά ένας φουκαράς που ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει και ότι από αυτόν το δικό του σαρκικό θάνατο δεν θα μπορέσει να τον σώσει ο Καντ με όλες του τις κατηγορίες; Τι σόι είναι αυτή η περίφημη γνώση που μας αφήνει μόνους απέναντι στο θάνατο;». Διερωτήσεις ενός φυσικού επιστήμονα, του Ερνέστο Σάμπατο, που τολμά να κοιτάξει κατευθείαν τον ήλιο και το θάνατο, βιώνοντας το γεγονός του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως την «κρίση ολόκληρου του πολιτισμού που βασίζεται στον ορθό λόγο και τη μηχανή».
Ο Ερνέστο Σάμπατο βιώνει την οικουμενική κρίση ως βαθιά προσωπική· το 1938, θα βρεθεί στα πρόθυρα της τρέλας και αηδιασμένος από τον τεχνικό πολιτισμό, όπως λέει ο ίδιος, θα φύγει, με τη γυναίκα του και το παιδί τους, «από τη φωτεινή πόλη με τους πύργους -όπου βασιλεύουν η βεβαιότητα και η τάξη- προς αναζήτηση μιας ηπείρου γεμάτης κινδύνους, όπου κυριαρχεί η εικασία». Σε μια καλύβα στην οροσειρά της Κόρντοβας, αυτός ο θαυμαστής του Αρτό, αντί να αυτοκτονήσει ή να τρελαθεί, καταβυθίζεται στη συγγραφή και την απελπισμένη διερεύνηση της αλήθειας, της βαθιάς και πλούσιας σε αντιφατικότητα πραγματικότητας, καθώς και στην αναζήτηση της σωτηρίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πού θα έρθει όμως αυτή; Από τους ήρωες σαν τον Τσε Γκεβάρα, από τους ποιητές σαν τον Ρεμπό και τον Χέλντερλιν, από τους καλλιτέχνες σαν τον Βαν Γκογκ, τον Γκόγια και τον Μπραμς, απαντά ο ρομαντικός και βιωματικά αναρχικός Ερνέστο Σάμπατο.
Η αυστηρή επιστήμη
Το «Ον και το Σύμπαν», που θα γράψει ο Σάμπατο χαμένος στα βουνά, είναι η επανάθεση της προβληματικής για την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως συμβαίνει στις εποχές που μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου χάνεται και όλα μοιάζουν εκ νέου ανοίκεια και ο άνθρωπος μένει άστεγος και μόνος. Είναι το «αντίο» του Σάμπατο στη φυσική, ο επικήδειος της μαθηματικοποιημένης σκέψης που εξοβελίζει ό,τι είναι ανθρώπινο, όπως τα συναισθήματα, τα πάθη και τις αντιφάσεις της τραγικής γνώσης· είναι το ξόδι της αυστηρής επιστήμης που ομνύει στην ποσότητα και τους αριθμούς, θεωρώντας ψευδαίσθηση ό,τι δεν μπαίνει στη ζυγαριά της, όπως οι ηθικές αξίες, η συγκίνηση και το πάθος της ζωής· είναι η πλήρης εναντίωση στην επιστήμη-μαγεία και στη νέα λαϊκή θρησκεία της «Αφαίρεσης», σύμφωνα με την οποία θα επέλθει, δήθεν, η συλλογική ευημερία και η ενοποίηση ανθρώπων και λαών μέσω της επιστήμης, ενώ στην πραγματικότητα αυτή χρησίμευσε μόνο για την αμοιβαία καταστροφή, για τις γκιλοτίνες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που χρησιμοποίησαν όλοι αυτοί «που θεωρούνται λάτρεις της Ανθρωπότητας».
Όπως ο Πασκάλ, που εγκατέλειψε τα μαθηματικά για να γίνει στο τέλος μυστικιστής, έτσι και ο Σάμπατο από φυσικός θα γίνει λογοτέχνης. Αλλά πριν γίνει η μετάβαση αυτή και «η μεταμόρφωση των πεποιθήσεών του», θα εντοπίσει την αιτία των δεινών του σύγχρονου ανθρώπου στον «Τζένγκις Καντ, (αυτόν τον) βάρβαρο κατακτητή και Γερμανό φιλόσοφο».
Η σημερινή κρίση, έγραφε ο Ερνέστο Σάμπατο στις αρχές της δεκαετίας του 40, δεν είναι μόνο κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά μιας αντίληψης για τη ζωή και τον άνθρωπο που εμφανίστηκε στη Δύση με την Αναγέννηση και η οποία δημιουργήθηκε από τρεις αντινομίες: ενα ατομικιστικό κίνημα που κατέληξε στη μαζικοποίηση, ένα νατουραλιστικό κίνημα που κατέληξε στη μηχανή και ένα ανθρωπιστικό κίνημα, που κατέληξε στην αποανθρωποποίηση. Και οι τρεις περιπτώσεις δεν είναι παρά όψεις της μέγιστης αντίφασης που είναι η αποανθρωποποίηση της ανθρωπότητας και η οποία είναι το αποτέλεσμα δύο αμοραλιστικών δυνάμεων: του χρήματος και του ορθού λόγου. Με άλλα λόγια, μόλις η αστική τάξη φτάνει στη φάση της επιστήμης, χρειάζεται ένα ορθολογικό και αφηρημένο σχήμα, για να συνδέσει τα γεγονότα κι έτσι ιδιοποιείται το θέμα της Αφαίρεσης.
Το Χρήμα και ο Ορθός Λόγος θα παραχωρήσουν την κοσμική εξουσία στον άνθρωπο, χάρη στην Αφαίρεση. Από τα ευκόλως αντιληπτά «μήλα του Νεύτωνα» φθάνουμε στους ακατάληπτους τανυστές και τις γεωδαισιακές του Αϊνστάιν, από το συγκεκριμένο προϊόν, όπως ένα δημητριακό, στην ισχύ του χρηματιστή που δεν έχει δει ποτέ του ένα κόκκο σταριού· οι λογάριθμοι θα αντικαταστήσουν τα ρόπαλα και οι συναλλαγματικές τις ράβδους χρυσού. Αλλά το παράδοξο είναι ότι, ενώ η τεχνική και ωφελιμιστική όψη της θετικής επιστήμης προέρχεται από την ίδια την αστική τάξη, η θεωρητική της πλευρά, η ιδέα δηλαδή για μια ορθολογική οργάνωση του Σύμπαντος, προέρχεται από την Εκκλησία και συγκεκριμένα το σχολαστικισμό. Η διαπλοκή που προκύπτει έχει ως αποτέλεσμα όλα τα αρχικά θέματα να περιπλακούν, πλέον, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διακρίνονται ευκρινώς οι πρακτικές ανησυχίες από τις μεταφυσικές, ο Πλάτωνας από τον Αριστοτέλη και η σχολαστική ξηρασία από τη συγκεκριμένη διαίσθηση.
Οι θεμελιωτές της θετικής επιστήμης από τον απέραντο πλούτο του υλικού κόσμου απομόνωσαν μόνο «τα ποσοτικά μετρήσιμα μεγέθη» και έτσι ό,τι δεν δύναται να υπολογιστεί με βάση τη μάζα, το βάρος, το γεωμετρικό σχήμα, τη θέση και την ταχύτητά του θα βρεθεί έξω από τη σφαίρα του πραγματικού. Με αυτό τον τρόπο σχηματίσθηκε η πεποίθηση ότι η φύση «είναι γραμμένη με μαθηματικούς χαρακτήρες», ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τη φύση, αλλά για τη μαθηματική δομή της. Ετσι, η «μαθηματική γλώσσα», αντί να εκφράσει τον απέραντο πλούτο της φύσης, εξέφρασε εν τέλει το «πυθαγόρειο φάντασμά της», σύμφωνα με το οποίο ένας εκ γενετής κωφάλαλος μπορεί να απολαύσει μια μουσική εξετάζοντας την παρτιτούρα της. Οι συγκινήσεις, τα συναισθήματα, τα βιώματα και οι μεταφυσικές αγωνίες, ο έρωτας και η ομορφιά έγιναν παγωμένα σύνολα ημιτόνων, αλγορίθμων και τριγώνων, για να εξοβελιστούν, τελικά, στο χώρο των αυταπατών από τη, «φυσικο-μαθηματικής νοοτροπίας», φιλοσοφία του Καρτέσιου, κατά την οποία ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει μόνο «με την παρότρυνση της νόησης»! Η ελεύθερη βούληση κατέστη ψευδαίσθηση οφειλόμενη «στην άγνοια των άπειρων αιτιών που διέπουν την κίνηση του Παγκόσμιου Ρολογιού» και έτσι ο «μηχανικός ντετερμινισμός» επεκτάθηκε και στην ανθρώπινη ψυχή.
Εν τέλει, ο Ορθός Λόγος, αυτή η κινητήρια δύναμη της επιστήμης, για να «δει» και να κατακτήσει το Σύμπαν γέννησε μια νέα ανορθολογική πίστη, καθώς ο άνθρωπος, χαμένος μέσα στο χάος των αφηρημένων συμβόλων, αντικατέστησε την κατανόηση με το θαυμασμό της νέας μαγείας. Η ζωή έγινε ένας αλγόριθμος.
Στον 20ό αιώνα, γράφει ο Σάμπατο στο «Άνθρωποι και γρανάζια», που είναι η δεύτερη συλλογή δοκιμίων του (1951), ο κόσμος θα φτάσει στις έσχατες συνέπειες του τεχνολατρικού πολιτισμού, καθώς «η αφαιρετική ενοποίηση», που οδήγησε «στο μαθηματικό φάντασμα της πραγματικότητας», καταλήγει τώρα στη «φαντασιακή κοινωνία» που αποτελείται από «ανθρώπους-πράγματα», ενώ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προσφερθεί η ψευδαισθησιακή, «συλλογική πραγματοποίηση του Μεγάλου Ονείρου» που θα ενταφιάσει τον αναγεννησιακό άνθρωπο και θα αφήσει στη θέση του τον «άνθρωπο-εξάρτημα».
Συμφιλίωση με την κοινότητα
Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι ούτε μαριονέτα ούτε πιόνι, αλλά ούτε και κάτι που είναι μόνο αφηρημένο: «το ανθρώπινο είναι κάτι παραπάνω από αυτό: είναι το αφηρημένο και το συγκεκριμένο, το ορθολογικό και ανορθολογικό, η μηχανή και η φύση, η επιστήμη και η Τέχνη»· η λογική ισχύει για τις στατικές οντότητες και όχι για τη ζωή που είναι μια μόνιμη μεταμόρφωση και συνεπώς μια μόνιμη άρνηση. Και η ελπίδα, σήμερα, βρίσκεται στον αγώνα για μια νέα σύνθεση: «όχι μια απλή ανάσταση του ατομικισμού, αλλά τη συμφιλίωση του ατόμου με την κοινότητα· όχι τον εκτοπισμό του ορθού λόγου και της μηχανής, αλλά στον αυστηρό περιορισμό στα εδάφη που τους αναλογούν (...) Το βασίλειο του ανθρώπου δεν είναι ο στενόχωρος και αγχωτικός χώρος του ίδιου του εγώ, ούτε η αφηρημένη κυριαρχία της συλλογικότητας, αλλά εκείνη η ενδιάμεση ζώνη στην οποία συνηθίζουν να λαμβάνουν χώρα ο έρωτας, η φιλία, η κατανόηση, η συμπόνια. Μόνο η παραδοχή αυτής της αρχής θα μας επιτρέψει να θεμελιώσουμε αυθεντικές κοινότητες, αντί για κοινωνικές μηχανές».
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ) - 07/09/2001