Ωμό σκοτάδι

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 08.06.19 ]

Τον βλέπω, έρχεται κατά πάνω μου. Εγώ ανηφορίζω το πεζοδρόμιο, αυτός κατηφορίζει. Έντεκα η ώρα πρωινή. Ισορροπεί στα χέρια του τέσσερα, πέντε ομοιώματα καραβιών. Ξέρω ότι με κοιτάει με προσδοκία. Ξέρω τι θα επακολουθήσει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Που φυσικά εκπληρούται. Κάτι ψελλίζει προτείνοντας τα αταξίδευτα καράβια του. Κάτι ακατανόητο βγαίνει ή μάλλον αναβλύζει από «εκείνο που κάποτε ήταν πρόσωπο», όπως θα έλεγε και η μεγάλη Άννα Αχμάτοβα. Μόνο που τώρα δεν περιμένουμε έξω από μια φυλακή, όπως εκείνη, για να δει το παιδί της. Τώρα είμαστε όλοι μέσα σε  μια απέραντη φυλακή, διασκορπισμένης και ακατάσχετης απελπισίας. Ο άνθρωπος φεύγει. Κυριολεκτικώς. Εγώ προχωράω στην αντίθετη κατεύθυνση. Μπορώ ακόμα να μη φεύγω. Μπορώ να προχωράω…

Λίγο πιο πέρα το σούπερ μάρκετ σ’ αυτή τη γειτονιά της περίφημης «μεσαίας τάξης», που αδυνατώ να κατανοήσω σε τι ακριβώς συνίσταται η μεσότητά της. Και από πού ακριβώς αρχίζει η ταλαιπωρία αυτής της μεσότητας που κάκιωσε και ρουθουνίζει θυμωμένη. Παρακολουθώ την μεσαία τάξη να μπαίνει στο ναό της τροφικής κατανάλωσης. Μπροστά, μπροστά (τεχνική της «ευτυχισμένης» κατανάλωσης), μοιράζουν «δωρεάν σκοτάδι» όπως έγραφε ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Μοιράζουν ένα «ευτυχισμένο» φρούτο σε κάθε παιδί που μπαίνει μαζί με τη μαμά του ή το μπαμπά του για να ψωνίσουν «ευτυχισμένα προϊόντα». Είναι απίστευτο το τι πωλείται προς βρώσιν και πόσιν. Σχεδόν στα όρια της διαστροφής. Τόσο που δεν ξέρεις αν πωλείται προς βρώσιν και πόσιν ή αν διατίθεται απλώς προς αγοράν. Μια άγρια οιονεί ανάγκη δηλαδή.

Όπως και νάχει ο κόσμος μπαίνει διαρκώς. Οι υπάλληλοι δεν είναι πωλητές. Είναι εργάτες χαράς. Πρέπει να κάνουν χαρούμενους αυτούς που αγοράζουν. Χαρούμενους επειδή είναι αγοραστές. Και πρέπει να ξεχάσουν τα βάσανα της μεσαίας τάξης. Βεβαίως στους εργάτες χαράς, κάτω από τη μεσαία τάξη, διατίθενται ως αυτοματικά ισοδύναμα της κοινωνίας, εργάτες λύπης για να αναπτερώνουν το ηθικό τους, υπομιμνήσκοντας ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα: αυτό το ανακουφιστικό «ευτυχώς» των λυπημένων που εξαερώνει την απελπισία και την διαχέει σε ομοιώματα καραβιών, ομοιώματα προσώπων, ομοιώματα ζωής.

Γι’ αυτό ακριβώς και όσο εντός του σούπερ μάρκετ η ζωή εξελίσσεται ομαλά παρόλες τις ανωμαλίες τις οποίες αγόγγυστα υπομένουν οι εργάτες χαράς, έξω από το πολυσυλλεκτικό τροφείο σαλεύει ένας άλλος καθημερινός κατάλογος:

1. Η γονατισμένη γυναίκα σε στάση προσευχής με τις παλάμες ενωμένες προς τον ύψιστο, λέγοντας μονότονα (ώρες ολόκληρες) «παρακαλώ, παρακαλώ»… Αναρωτιέμαι πόσες χιλιάδες φορές παρακαλεί κάθε μέρα.

2. Το μισοπάλαβο παιδί πλάι στα άδεια καρότσια περιμένοντας να κουβαλήσει ένα γεμάτο, σε κάποιο κοντινό σπίτι.

3. Ο αξύριστος μεσήλικας κρυμμένος πίσω από τα καρότσια μ’ ένα πλαστικό κυπελάκι μπροστά του. Δεν μιλάει ποτέ. Μίλησε άραγε κάποτε;

4. Κάθε φορά που περνάς κι ένα διαφορετικό ράκος που κάτι ζητάει.

5. Ο άνθρωπος που πουλάει το περιοδικό δρόμου «Σχεδία», αξιοπρεπής και μόνος ανάμεσα σε δύο κόσμους.

6. Σκυλιά δεμένα στους πασσάλους, εκπαιδευμένα στην καλή συμπεριφορά και στην καλή διατροφή.

7. Η επαγγελματίας με τα εικονάκια αγίων κι ένα μωρό στην αγκαλιά που μάλλον ματαίως περιμένει τις «ίσες ευκαιρίες», αλλά όχι τα «ίσα δικαιώματα». Το μωρό εννοείται.

8. Και μόλις κοιτάξεις από τη γωνία, ο σιωπηλός κόσμος των σιωπηλών ανθρώπων που ψάχνει στην πίσω πόρτα της ενοχικής ευρυχωρίας τα απομεινάρια μιας μέρας, τα απομεινάρια από το γάλα του πουλιού που ξίνισε.

Κάθε μέρα αυτό ο πόλεμος των δύο κόσμων.

Αλλά τι λέω; Ποιος πόλεμος; Αυτή η κατάσταση δύο κόσμων που ποτέ δεν συναντήθηκαν. Γιατί η πόρτα του σούπερ μάρκετ που ελεύθερα ανοιγοκλείνει είναι πιο αδιαπέραστο τείχος από όλα τα τείχη του Ντόναλντ Τραμπ και του Όρμπαν και του Νετανιάχου.

Κι εσύ μου λες για τη μεσαία τάξη…

Και μου το λες την ώρα που αγοράζεις, για να το πιείς, ωμό ασπράδι αυγού ανακατεμένο με σοκολάτα ως υγιεινή κατάσταση. Ωμό σκοτάδι αγοράζεις. Στην υγειά μας λοιπόν.