Ψάχνοντας στο τίποτα να βρει το κάτι*

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 17.07.22 ]

Η πολυκατοικία των σαράντα διαμερισμάτων εδώ και μισό αιώνα έναν μονάχα διαχειριστή γνώρισε, τον κύριο Νίκανδρο. Ισόβιο αξίωμα που απέκτησε προτού καν γεννηθώ, σε κάποια συνέλευση των ενοίκων με αθρόα συμμετοχή, και δικαιωματικά διατήρησε έκτοτε για τις υπηρεσίες που αγόγγυστα και αφιλοκερδώς προσφέρει επί δεκαετίες: καθαριότητα, μερεμέτια, συμπαράσταση, ασφάλεια, διακόσμηση τις γιορτές, θέρμανση. Και προπάντων, το καθημερινό κούρδισμα του ρολογιού στην είσοδο.

Τα τελευταία χρόνια οι ένοικοι άρχισαν ν’ αραιώνουν, ενώ περιέργως πλήθυναν τα φαντάσματα. Είναι φορές που τις νύχτες στήνω αυτί και ακούω παιδικές φωνές, καβγάδες, κρεβάτια να τρίζουν από έξαψη ερωτική, καζανάκια να τρέχουν, σωλήνες να γουργουρίζουν, πόρτες με σκουριασμένους τους μεντεσέδες ν’ ανοιγοκλείνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν και οι μνήμες τους στοιχειώνουν τους τόπους που κάποτε έζησαν.

Ήξερα απ’ τους γονείς μου πως εγκαταστάθηκε στη γειτονιά μας, στα μέσα του ’50, όταν μετά τη ‘δήλωση’, σπασμένος επέστρεψε απ’ το Νησί. Πίσω απ’ το γαλάζιο παραπέτασμα. Οι δικοί μου τον πρώτο καιρό τον θυμόντουσαν να περπατά τοίχο τοίχο με το κεφάλι σκυφτό ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες, μην τυχόν κι απαντηθεί με τη ματιά κάποιου γνωστού. Ξεστράτισε, έλεγαν, κι όλα τού γίνηκαν μια άτακτη υποχώρηση.

Ένα πληγωμένο αγρίμι ήταν όταν παντρεύτηκε τη Χαρούλα. Τη μοναδική χαρά της ζωής του. Εκείνη τον δέχτηκε όπως ήταν και του περιποιήθηκε υπομονετικά τις ανοιχτές πληγές του. Εξηγήσεις δεν του ζήτησε για τίποτα. Παιδιά δεν πρόλαβαν να κάνουν. Η Χαρούλα πνίγηκε τον χειμώνα του ’61 στο φουσκωμένο ρέμα που αργότερα έγινε η κεντρική λεωφόρος. Σκίστηκε ο άνθρωπος στα δυο και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Εδώ έριξε τα θεμέλιά του ράβοντας πόντο πόντο το κοστούμι της μοναξιάς του, τη ζωή του για ν’ αντέξει ώς το τέλος. Το στραβωμένο πρόσωπο να ισιώσει μια σταλιά. Με τον πόνο να μετρά τις συνειδήσεις. Ο Νίκανδρος - ένας εξωμότης για τους παλιούς συντρόφους του. Ένας ξεδοντιασμένος ιδεολόγος για το κράτος. Παρέα με τις ενοχές και με τον φόβο πως όλο και κάποιος δικός του θα τον έφτυνε με το βλέμμα του. Για το στίγμα. Που ανεξίτηλο σαν τη χοντρή του μύτη μοιάζει. Να είσαι ένας από κείνους. Κλείστηκε κι αυτός σ’ έναν τρωκτικό κύκλο σιωπής. Στο υπόγειο ραφτάδικο της Κλαυθμώνος όπου για χρόνια βελόνιαζε τα δάχτυλά του, το βιτριόλι της υποψίας ν’ αποφύγει. Μαζί με τ’ αφεντικό του ύστερα από χρόνια βγήκε στη σύνταξη. Με το χαμόγελο στα χείλη, έδινε κουράγιο στους υπόλοιπους. Το χειρότερο δεν είναι να μην μπορείς. Το χειρότερο είναι να μη θέλεις, έλεγε, και χανόταν στον καπνό του τσιγάρου. Αυτό που άρχισε, πρέπει κάποτε να τελειώσει. Να κάνουμε ιστορία... μουρμούριζε. Οι καινούργιοι γείτονες τον έβρισκαν γραφικό, άλλοι ενοχλητικό. Γερο-σαλό που τον ξέχασε ο χρόνος. Στα λόγια του όμως κώφευαν, αν και τον λοιδορούσαν πίσω απ’ την πλάτη του. Που χειμώνα καλοκαίρι ντύνεται κατάσαρκα της μνήμης του το δέρμα. Που τα χαράματα ανεβαίνει μοναχός του στην ταράτσα και κοιτάζει από την αρχή τον ουρανό λες και αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο. Που σαν τον ρακοσυλλέκτη ψάχνει στο τίποτα να βρει το κάτι μες στην ερημιά του άχαρου αιώνα.

Πιτσιρίκι ήμουνα και τις νύχτες ξύπναγα απ’ το κλάμα μιας φυσαρμόνικας. Αλαφιασμένος έτρεχα στο κρεβάτι των δικών μου και χωνόμουνα κάτω από τα σκεπάσματά τους. Ποιος κλαίει, ποιος κλαίει νυχτιάτικα; Ο πατέρας με καθησύχαζε. Ο Νίκανδρος κουβεντιάζει με τη γυναίκα του.

Τώρα τελευταία, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, κάθε τρεις και λίγο βγαίνει στον δρόμο να φροντίσει το παλιό Ντεσεβό. Αγορασμένο με τις πρώτες τους οικονομίες. Εκείνα τα χρόνια. Γεμάτο σεμεδάκια, φτιαγμένα απ’ τα χέρια και το άρωμα της Χαρούλας. Δίπλωμα πια δεν έχει. Τα βράδια βάζει μπροστά τη γέρικη μηχανή, μαρσάρει, ανάβει τα φώτα, το μετακινεί μπρος πίσω λίγα μέτρα, βγάζει απ’ την τσέπη τη φυσαρμόνικα και παίζει ένα δικό του σκοπό. Άμα το δεις από ψηλά μοιάζει με καράβι που ολόφωτο ταξιδεύει μες τη νύχτα. Ψάχνοντας στο τίποτα να βρει το κάτι.

  

*Στηρίζεται στο διήγημα «Ο διαχειριστής» από τη συλλογή διηγημάτων: Δ. Χριστόπουλος «Δημόσιες Ιστορίες» (εκδ. Πηγή, 2013).