Χρυσοχέρες και χρυσοδάκτυλοι
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 08.07.20 ]Στη «Χρυσοχέρα» ράβονταν, θυμάμαι, όλες οι γυναίκες που γνώριζα κάποτε. Μαμάδες, συννυφάδες, ξαδέρφες, νονές, θείτσες από το χωριό, δεσποινίδες και παντρεμένες. Και τα κορίτσια μόλις ξεσχόλιζαν. Και οι νυφούλες και τα παρανυφάκια της γειτονιάς στη Χρυσοχέρα έραβαν τα όνειρά τους. Σ’ εκείνα τα ανήλιαγα υπόγεια των μεταπολεμικών πολυκατοικιών, οι Χρυσοχέρες έκαναν χρυσές δουλειές, μοδιστρούλες που έπιανε το χέρι τους στο χωριό και μόλις στριμώχτηκαν άρον άρον στις πόλεις έμαθαν το Burda, το «Εκείνη», το «Πρακτική» και τ’ άλλα περιοδικά της εποχής με τα ευφάνταστα πατρόν γνωστών οίκων μόδας της αλλοδαπής. Η δική μου η μαμά τα απογεύματα έπινε τον καφέ της στην Ελένη τη Χρυσοχέρα, που χώμα έπιανε και χρυσάφι γινόταν, και στα διαλείμματα διάβαζε η αθεόφοβη και το φλυτζάνι. Και όλες την είχαν από κοντά, γιατί η Ελένη είχε πολλή δουλειά και έβγαζε τα ματάκια της και τρύπαγε τα δαχτυλάκια της στη Singer, ντούκου ντούκου ολημερίς και τα βράδια αν χρειαζόταν –σιτεμένο κορίτσι, να φτιάξει κι αυτό την προίκα του.
Σήμερα, πια, μου λέει η φίλη μου η Μαρκέλλα που σπουδάζει fashion designer, όλα τα βρίσκεις στο διαδίκτυο, σε pdf μάλιστα με αναλυτικές πληροφορίες. Από περιέργεια γκουγκλάρω και αντιγράφω: «Πολλές εταιρείες διαθέτουν τα πατρόν τους, εκτός από τη φυσική τους μορφή, εκτυπωμένα σε χαρτί, δηλαδή, και σε ηλεκτρονική μορφή. Στο eshop της καθεμίας κατεβάζεις τα αρχεία (συνήθως είναι δύο: το πατρόν και οι οδηγίες), και τα εκτυπώνεις σπίτι ή στο φωτοτυπάδικο της γειτονιάς σου» και μετά φτιάχνεις το δικό σου ένδυμα γνωστού οίκου μόδας, μπας και κλέψεις κι εσύ λίγη φθηνή μαρμαρυγή από τους celebrities.
Η Μαρκέλλα, κορίτσι που αγαπά τη δουλειά της και παθιάζεται μ’ αυτήν, σνομπάρει τις ετοιματζίδικες οδηγίες και τα φωτοτυπάδικα. Παίρνει μουσαμάδες και άλλα φθηνά υλικά και τα μεταμορφώνει σε καλόγουστα και λειτουργικά ρούχα που τα χαρίζει στις φιλενάδες της.
Δεν ξέρω αν θα γίνει χρυσοχέρα στη ζωή της. Την καμαρώνω όμως που την είχα κάποτε μαθήτρια. Όχι, δεν έγραφε καλές εκθέσεις, γιατί δεν καταδέχτηκε ποτέ ν’ αντιγράψει σαν κάποιους συμμαθητές της τα ξένα λόγια των εκθεσιολόγων -προσευχή τα μάθαιναν και τα μόστραραν ανερυθρίαστα στα γραπτά τους οι φωστήρες της τάξης που καμώνονταν full time τους χρυσοδάκτυλους.