Χαμηλές πτήσεις του Σεπτέμβρη

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 02.09.20 ]

   Αυτές τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, μετά το πρωινό ξύπνημα, ρίχνει σχεδόν πάντα το βλέμμα στην απέναντι πλαγιά. Ένα σμήνος πουλιά λευκά, περιστέρια μάλλον ή τρυγόνια, σε μια έκτακτη μυστική συνεννόηση και την ώρα ακριβώς που ανοίγει το παράθυρο, σηκώνονται συντονισμένα και πετούν με θόρυβο προς την ίδια κατεύθυνση. Διαγράφουν δυο τρεις κύκλους όλα μαζί γύρω απ’ το σπίτι κι ύστερα χάνονται σε διαφορετικούς προορισμούς και σημεία. Φεύγουν κι αφήνουν στον ουρανό το θαυμασμό, στα κυπαρίσσια το ρίγος και στα μάτια τα δικά του την έκπληξη απ’ αυτή την αναπάντεχη ξαφνική εξέγερση, μέσα στην πρωινή αταραξία του ορίζοντα. Χαμογελάει, γιατί αισθάνεται πως κάμποσες φορές για πάρτι του και μόνο πετάνε τα πουλιά. Μα το πιο σπουδαίο είναι πως ξέρει κι αυτός κι εκείνα πως μ’ ένα σινιάλο, μια αφορμή, όπου κι αν βρίσκονται σκορπισμένα, ξανά από παντού θα ξανασηκωθούν, μ’ ένα φτερούγισμα, ή μια αναλαμπή αστραπιαία και με μια εγρήγορση εκπληκτική θα μαζευτούν ν’ ανακατέψουν πάλι την πλήξη και τη σιωπή του ορίζοντα.

Στη διαδρομή προς τη δουλειά, παρατηρώντας μέσα απ’ τ’ αμάξι πρόσωπα συννεφιασμένα σκέφτεται πως δε μοιάζουμε οι άνθρωποι με τα πουλιά, ή ίσως μοιάζουμε μονάχα τις στιγμές που εμείς, όπως κι αυτά, τσιμπολογάμε αχόρταγα τους καθημερινούς μας σπόρους. Μα ως εκεί. Να ξανασυναχτούμε, σαν και κείνα να σκορπίσουμε δύσκολο, να πετάξουμε πάλι μαζί, ή μόνοι έστω, σχεδόν αδύνατο. Ίσως να φταίει που αν καμιά φορά σηκώσουμε κεφάλι από τη γη, δεν ξέρουμε για ποια πατρίδα να κινήσουμε, ούτε ποιος δρόμος οδηγεί σ’ αυτή. Κι όταν μας πιάσει ξαφνικά ο καημός του ταξιδιού, πρόχειρα αποδημούμε σε αναμνήσεις-εύκολος δρόμος, χιλιοπατημένος- κι ας περιμένει ο ορίζοντας υπομονετικά να χαιρετίσει τον κυματισμό των φτερών μας.

Αλλά πάλι, ξανασκέφτεται, μπορεί για όλο τούτο το μαράζι να ευθύνονται κι οι σπόροι οι παράξενοι που όλο και συχνότερα κυκλοφορούν. Σπόροι για ανθρώπους πουλιά, μεταλλαγμένοι, διεγερτικοί και παραφουσκωμένοι, που τους βρίσκεις σε αφθονία στα σούπερ μάρκετ των τροφίμων, γεμάτους με συντηρητικά μακράς διάρκειας και σε τιμές εξόχως χαμηλές. Εύπεπτοι, φθηνοί κι εθιστικοί είναι κάμποσος καιρός τώρα που κοντεύουν να πνίξουν με την πανταχού παρουσία τους χωράφια, ράφια, στομάχια κι αποθήκες. Τους τσιμπολογάμε σαν χαζοπούλια ασταμάτητα, τους μηρυκάζουμε με απέραντη ηδονή. Στη σάπια, βαλτωμένη γη τους θάβουμε κάθε μέρα τα φτερά μας, στα στάσιμα νερά τους πνίγουμε κάθε πρωί το μέλλον.