Χαλβάς σιμιγδαλένιος

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 10.11.18 ]

Σηκώθηκε αχάραγα. έβγαλε το τηγάνι σιγά-σιγά να μην ξυπνήσει κανέναν κι άρχισε να καβουρδίζει το σιμιγδάλι κλωθογυρίζοντάς το με την ξύλινη κουτάλα μέχρι να ξανθύνει, τέτοιο χρυσόχρωμα σαν τα στάχυα που μάζευε μικρή στα σταροχώραφα του πατέρα της, σαν τα μαλλιά της εγγονής της που τα 'πλεκε κοτσίδες τα πρωινά, πριν έρθουν οι εφηβικοί καλλωπισμοί. Στην κατσαρόλα έβραζε το σιρόπι με το κανελόξυλο και τη λεμονόφλουδα. Τα καρύδια ψιλοκομμένα αποβραδίς, περίμεναν υπομονετικά να στολίσουν την πιατέλα. Πόρτες να κλείσει, να μην τους τρυπήσει ξημερώματα η ευωδιά, δεν μπορούσε. Ορθάνοιχτο αυτό το σπίτι, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Από την πρώτη μέρα που 'φτασε, ήξερε πώς δύσκολα θα κρατούσε μυστικά τα μαγειρέματα. Έστρωσε το τραπέζι, έβαλε το καλό, το ασπροκεντημένο τραπεζομάντηλο που είχε για τη γιορτή της, τα γυάλινα πιατάκια με τους ανάγλυφους ρόδακες στη μπορντούρα, τα ασημοστόλιστα κουταλάκια, δώρο πολύτιμο, και τους περίμενε. Μοσχοβόλησε το σύμπαν κανέλα και ψίχα καρυδιού. Γλυκάθηκαν οι Ταξιάρχες, φτερούγισαν απαλά, να μην χαλάσουν το τραπέζι.

Η μάνα μου, χρόνια τώρα, φτιάχνει τον χαλβά στη γη των αγγέλων αξημέρωτα, να μην ενοχλήσει κανέναν, να μοιράσει το κέρασμα της, μήπως και ημερώσουν οι στρατιές τους σαν θα κατέβουν απ΄τα επουράνια δώματα στη χώρα των δικών της.