Φυλάξου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 08.02.19 ]

Δίπλα στο τζάκι ήταν η γωνιά του η αγαπημένη. Κατάχαμα, πάνω σ’ ένα σάισμα. Βαρύς από τα χρόνια, πολλές φορές τον έπαιρνε εκειδά ο ύπνος. Είχε έναν σουγιά και δίπλα του καρύδια. Έχωνε τη μύτη του σουγιά στο πίσω μέρος και χώριζε επιδέξια τα δυο καρυδότσουφλα. Έβγαζε την ψίχα του καρπού και μου την έχωνε στο στόμα. Δέκα για μένα ένα γι’ αυτόν, έτσι πήγαινε.

   Αυτός καλά τα είχε σκεδιάσει. Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Παράδεισος.

   Μετά αναλάβαμε εμείς τον πρώτο φόνο και τον χωρισμό σε φυλές. Δυο φυλές χωρίστηκαν κι ας τους να λένε. Δυο. Ούτε το χρώμα στο πετσί, ούτε τι είχε ο καθείς στα σκέλια του, ούτε αν πίστευε και πού, μέτρησε για τη μοιρασιά. Δυο φυλές σου λέω. Θύτες. Θύματα. Κόλαση.

   Εντραπήσονται τον υιόν μου… χα!

    Ακούρμα εδώ. Φυλάξου.