Φαντάσματα

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 31.08.19 ]

Όλα τα είχε ταχτοποιημένα. Στο μυαλό πρώτα φυσικά κι έπειτα στην καθημερινότητά του. Βοηθούσε που ήταν και πρακτικός νους. Είκοσι είχε γράψει στη Φυσική στις πανελλαδικές εξετάσεις. Γι αυτό κι ήθελε να ’ναι όλα στην εντέλεια. Η μηχανή και το σαλόνι του αυτοκινήτου σαν καινούρια, οι οικιακές συσκευές σε άψογη κατάσταση, μπαλκόνια κι αυλές στη μονοκατοικία που έμενε, όλα μαρτυρούσαν τη νοικοκυροσύνη του. Στη δουλειά του στην τράπεζα, χρόνια τώρα ο αγαπημένος του αφεντικού, ο άνθρωπος που έβρισκε λύση σε παντός είδους προβλήματα. Αλλά και στην οικογένεια αεικίνητος κι οργανωτικός μέχρι κεραίας. Τα παιδιά, η γυναίκα του, οι συνάδελφοι, όλοι είχαν να λένε για το σπάνιο χαρακτήρα του, για την ευγένεια και την κοινωνικότητά του, για το απροσποίητο χαμόγελο, για τη δοτικότητα και την κοινωνική του ευαισθησία.

Το βράδυ μόνο, δεν μπορούσε αυτό να το ελέγξει. Έπλενε τα δόντια του για ώρα πολλή. Έτριβε, έτριβε με μανία, του φαινόταν πως δεν καθάριζαν, πως όλο και κάποιο υπόλειμμα είχε μείνει που θα του έκανε ζημιά. Περνούσε ώρα έτσι. Καθάριζε, καθάριζε κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή. Κάθε βράδυ. Κι αργότερα πάλι, εκείνο το απαίσιο όνειρο, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μια παράξενη άγνωστη γυναικεία σιλουέτα εμφανιζόταν στον ύπνο του. Του άπλωνε το χέρι λες και του ζητούσε να χορέψουν. Άσχημη, ισχνή κι απεριποίητη, δίχως καμιά θηλυκότητα, με κιτρινισμένα δόντια κι ένα λινό φτηνό φόρεμα, τον τρόμαζε. Κάποιες φορές πάλι, παίρνοντας παράξενο κι απρόσμενο θάρρος, γύρευε να τον αγκαλιάσει. Ανατρίχιαζε εκείνος σύγκορμος και πεταγόταν απ’ το κρεβάτι ιδρωμένος. Και το χειρότερο, μόλις ξυπνούσε, μέσα στο μισοθάμπωμα της μέρας, σαν να του φαινόταν πως η αποκρουστική γυναικεία μορφή του έγνεφε ξανά, καθισμένη απέναντι στην πολυθρόνα του καθιστικού. Έπαιρνε τότε απότομα το μπουφάν απ’ την κρεμάστρα κι έφευγε βιαστικός κι αλλοπαρμένος. Τι ήταν πάλι τούτο το φάντασμα; Δεν το μαρτύρησε ποτέ σε κανένα. Κι ούτε της άπλωσε ποτέ το χέρι.