Υποθέσεις

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 09.06.19 ]

Ας υποθέσουμε πως δεν με τσάκιζες. Πως δεν σε άφηνα να με τσακίσεις. Ας υποθέσουμε πως αντιδρούσα. Πως σε βούταγα και σε ‘χωνα δυο μέτρα μες στο χώμα. Πως πλήρωνα τοις μετρητοίς το κάθε χρέος. Πως έφτιαχνα καινούργιες φόρμες – όχι, όχι για την τέχνη, ποια τέχνη;- για τη ζωή μιλώ πρωτίστως. Πως έτρεχα να βοηθήσω όσους τσακίζονται, για να συντρίψουμε μαζί τους τσακιστές. Πως λέρωνα τα χέρια μου και χόρευα με άγρια, πρωτόγονη χαρά πάνω στο αίμα. Πως λευτερωνόμουν  για πάντα και απόλυτα απ’ όλες τις ανάγκες που μου μάθανε και με εκπαίδευσαν τόσο καλά για τόσα χρόνια (δια βίου, ισοβίως)  να σκύβω, να τσακίζομαι.

Ας υποθέσουμε πως όλα αυτά ήταν αλήθεια. Μα τότε, σίγουρα, όλα θα ‘ταν αλλιώτικα.

Αλλά –καλύτερα- ας μείνουμε στα γεγονότα. Δες τα πως μας περιγελούν και πως καγχάζουν όλα. Κι αν τα συνθέσεις,  να το, έτοιμο το παζλ της πραγματικότητας, η φρικαλέα μας αλήθεια.  Τον ρώτησε ο Πιλάτος κι εκείνος του απάντησε με τη σιωπή του.

(Γ’ αυτό και σε παρακαλώ με όση ευγένεια κι αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει–θα σε ικέτευα αν δεν το γνώριζα καλά το τι παθαίνουν οι ικέτες- μην επιμείνεις σ’ αυτήν την εμπραγμάτωση της φαντασίας. Άσε μου μια γωνίτσα να μπορώ να τρέξω, εκεί να κρύβομαι, ασφαλής, κανείς να μη με βρίσκει. Γιατί, αν με ρωτήσεις, απ’ όλες τους τις μηχανές περισσότερο, εκείνη του κιμά φοβάμαι.)

Στο κάτω-κάτω, θα μου πεις, όλα θέμα αφήγησης δεν είναι (;)