Τώρα σε θέλω

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 20.10.17 ]

Απόψε που το φεγγάρι σφαγμένο από το τσιγκέλι κρέμεται. Έρημος στους έρημους δρόμους τριγυρνώ. Βρέχει. Ένα πρόσωπο σφαδάζει στο πεζοδρόμιο κι εσένα μου θυμίζει.

Τώρα που γύρισε ο κόσμος ανάποδα και τα ρολόγια δεξιόστροφα γυρνάνε. Τώρα σε θέλω ποιητή του παραλόγου. Εσύ που έλεγες, ο ποιητής είναι πιο πάνω από τη δίψα. Τώρα σε θέλω. Τι άλλο απόμεινε να φέρεις τούμπα; Ποια χέρια, ποια πόδια; Εμπόροι και κονσόρτσια την ψυχή μας παζαρεύουνε. Κι ο Καρυωτάκης, άστεγος και θαλασσοδαρμένος μετανάστης, στο νησάκι Μπέτλοου παίζει στα χέρια του το τόπι του θανάτου.

Τα χρόνια μας άγονα. Μες στη λησμονιά κυλούν και στ’ αλυσοδεμένα φαντάσματα. Τι κρίμα, τι κρίμα!

Σε σένα μιλάω, ποιητή, με το πρόσωπο στον τοίχο. Πρέπει να βγούμε σύρριζα, φώναζες. Στον μαύρο ουρανό. Ποιος, στ’ αλήθεια, σ’ άκουσε; Γι’ αυτό σου λέω, ποιητή. Κόπιασε στη συντροφιά μας, μια ιστορία να σου πω. Κι ύστερα να πιούμε μέχρι το ξημέρωμα. Την πίκρα να μεθύσουμε. Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη. Και σε μας έλαχε να τα διαγράψουμε. Ή να διαγραφούμε.