Των αφανών

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 16.11.18 ]

 Και ξαφνικά άνθισε ένας Νοέμβρης στη μέση του χειμώνα. Ένας, δύο, τέσσερις, εκατό, χιλιάδες.  Άναψαν φωτιά στην πικρή πολιτεία. Και συ ένας από τους χιλιάδες στο κάλεσμα της γενιάς σου. Τους αφανείς.  Το ματωμένο σου πουκάμισο δεν το ‘κανες σημαία. Να εξαργυρώσεις με οφίτσια. Φώναζες για λεύτερη ζωή, λεύτερο κόσμο. Και το πάθος ράγιζε τη φωνή σου. Τώρα σωπαίνεις. Γιατί σωπαίνεις;  Εσύ, σύντροφε, συναγωνιστή που μπήκες πρώτος στη φωτιά.  «Ωραίος ως Έλληνας».

  Μόνο κάθε χρόνο την ίδια μέρα προσκυνάς στον ιερό τόπο. Σκύβεις ευλαβικά. Μ’ ένα λουλούδι στο χέρι. Όχι γαρύφαλλο. Τα εκπόρνεψαν αυτά. Κι ένα χαμόγελο πικρό στα χείλη.   Εκείνος ο Νοέμβρης θα μείνει για πάντα καρφωμένος στη μνήμη σου.