Του πόνου πλάσμα
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 01.07.23 ]Ακοή. Δεν την έχουμε όλοι. Δεν την αντέχουμε όλοι. Μα η διάβαση βουβή δεν είναι. Όσοι διαβαίνουμε το ξέρουμε καλά. Το πέρασμα άηχο δεν είναι. Περαματάρης και διαβάτης σώμα ένα. Και ήχοι. Ήχοι που δεν καταλαβαίνουν από κάγκελα και τοίχους. Κι ας είναι τείχη κάστρου απ’ τα παλιά. Με κύματα έρχονται οι ήχοι. Παφλάζουν και τους κυματοθραύστες μας διαλύουν. Ένα σποράκι σκάει στο χώμα. Ένα βλαστάρι σπάει από ένα άρβυλο. Της πεταλούδας το φτερό στην τελευταία κίνηση. Μια γυναίκα «πέφτει» από τη σκάλα. Δεν την έριξε κανείς. Μόνη της έπεσε. Δεν κατηγόρησε κανέναν. Μια γάτα που δεν πρόλαβε το δρόμο να περάσει. Το ψήλωμα που σου τσακίζει όλα τα κόκαλα. Η μάνα ανακατεύει το τσουκάλι. Να φαν οι άντρες. Να σπείρουν δάκρυα. Πλάσματα του πόνου να θερίσουν. Ο πλάτανος που πέφτει από αρρώστια. Μία ρωγμή στον τοίχο. Θα τον ρίξει; Ένα σημείο απουσίας. Τραύμα εισόδου. Το στήθος ενός κοριτσιού που ανθίζει. Ένα αγόρι που θα μείνει αγόρι. Από τη χώρα των ανδρών εκτοπισμένο. Εξιτήριο. Το όχι σε καρδιά ερωτευμένη. Η μάνα ανακατεύει το τσουκάλι. Για να ταΐσει τους νεκρούς. Του κρεβατιού το τρίξιμο. Το κλείσιμο μιας πόρτας. Καρφώνουν τα παράθυρα. Το σάβανο να είναι καθαρό, από παρθένες κεντημένο. Ένα γράμμα τσαλακώνεται, σκίζεται, καίγεται. Σου στέλνω μήλο σέπεται. Το κλάμα ενός μωρού που παραδίνεται σ’ άγνωστα χέρια. Το αεροπλάνο απογειώνεται. Στην αμμουδιά ίχνη από πέλματα. Φωτιά στο δάσος και στα τρένα. Διαρροή γκαζιού. Χειμώνες καλοκαίρια κι εμείς δεν ανταμώσαμε. Πλημμύρες στα χωριά, στις πόλεις. Πνιγμοί στ’ αμπάρια. Ψυχές χωνεύονται στα βάθη της αβύσσου. Αποτυχία στις εξετάσεις. Επιδερμίδα λάθος χρώμα. Λάθος φύλο. Λάθος όνειρο. Απορριπτέα. Ανάκριση; Ευθύνη; Φάλαινα στ’ αβαθή. Στα δίχτυα φώκιες και δελφίνια. Θα σπάσει η καρδιά του ζαρκαδιού. Δορκάς αναστενάζει η σφαίρα. Κούγω τον άνεμο κι αχάει. Ο δήμιος ζητά τα μάτια να του δέσουν. Να του βουλώσουνε τ’ αυτιά. Τον συμπονούν οι εκτελεσμένοι. Το δάκρυ πάγωσε στου φεγγαριού το μάγουλο. Αρνήθηκε να πέσει. Δεν ακούω. Γυρίζει ο μύλος. Ένας τρελός τον σημαδεύει στο φτερό. Μια άλλη ρίχνει πέτρες στο ποτάμι. Γεφύρι πουθενά. Σφίγγει τα δόντια το φεγγάρι. Κάψιμο από δάκρυ παγωμένο.
Το άδικο, ξόανο υπερφυσικό, βαριά σκιά. Να πνίξει την κραυγή. Να τη σκεπάσει. Εντολές. Απαγορεύσεις. Ποινές. Ισόβιες. Θανατικές.
Τι βροντερή σιωπή
Ακούω πάλι. Ακούω τον θρήνο. Τα βήματά του τα βαριά στο γκαλντερίμι. Περαματάρης και διαβάτης σώμα ένα. Ανοίγει ο χρόνος το σεντούκι. Κεντημένα μοιρολόγια. Στον αργαλειό του υφασμένα. Τα προικιά του. Χτύπημα στο χτένι. Κόπηκε το νήμα; Έχει σώμα. Έχει χρώμα. Κόκκινο είναι το χρώμα του κι είναι φριχτό το αγκάλιασμά του κι η γεύση του πικρή. Πλάσμα του πόνου
Κέρματα πέφτουνε βροχή. Άκου! Κάποιος θα κέρδισε στον κουλοχέρη
Παμβώτιδα δεν μ’ έθρεψες, με έχωσες μόνο στο τσουκάλι σου.
*plasmata II, έκθεμα 27: Maenads, the passing (επιτοίχια γλυπτική εγκατάσταση, 2023, ανάθεση της στέγης του ιδρύματος Ωνάση για την έκθεση)