Το χιόνι είναι μόνο χιόνι

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 18.02.21 ]

Εκείνο το χιόνι αποφάσισε να μη λιώσει. Έμεινε πάλλευκο -ένα μέτρο μπόι- να καλύπτει δρόμους κι αμάξια. Τη μέρα τρύπωνε στα μαγαζιά και στα δημόσια κτήρια, να εξαγνίσει πράξεις και παραλείψεις, λόγια βαριά να θάψει. Τα βράδια θαλπωρή αναζητώντας καθόταν στο τραπέζι, έπινε κι έτρωγε άπληστα. Δυνάμωνε. Κι έπειτα στρωνόταν λευκή κουβέρτα στα κρεβάτια, τους εραστές ν’ αγκαλιάζει μέχρι να λιώσουν απ’ τα φιλιά και απ’ τους στεναγμούς του.

Στις οθόνες σφοδρή χιονοθύελλα και τα μωρά χιόνι θήλαζαν και τα παιδιά χιόνι μασούλαγαν και τα ορφανά στον ίσκιο του ξάπλωναν. Οι άνθρωποι έγιναν έξω φρενών. Είσαι ανάγωγο χιόνι, το μάλωναν - τρόπους δεν έχεις; Κι εκείνο θύμωνε και βούλωνε στόματα, μάτια, αυτιά και μύτες. Μέσα να κάτσετε, τους πρόσταζε. Μέσα. Μέχρι να προσκυνήσετε την παγωνιά μου! Ήγγικεν η εποχή του Πάγου.

Μόνο ένστολοι χιονάνθρωποι παραμόνευαν τα βράδια κι αγάλματα από εμφύλιους καιρούς που ξαφνικά ζωντάνεψαν αγριεμένα διεκδικώντας με χιονοπόλεμο ό,τι πολύ τους στέρησαν όλα αυτά χρόνια.

Κάποτε, ένας είπε, «πρέπει να τελειώσει όλο αυτό. Οι μέρες περνούν, το χιόνι μένει*». Και γλίστρησε αθόρυβα ανάμεσα στους χιονάνθρωπους τινάζοντας το χιόνι απ’ τους ώμους του. Οι άλλοι τον κοίταζαν αμήχανοι. Κι έφερε ένα τσεκούρι. Δικαιοσύνη ν’ αποδώσει. Και δεν σταμάτησε ώσπου χιονίσαν τα μαλλιά του κι ο πάγος έγινε παγάκια. Και το μέσα ψύχος ποτάμι χύθηκε κι έπνιξε τη θάλασσα. Κι η θάλασσα έπνιξε τους ανθρώπους.

* «Οι μέρες περνούν/ το χιόνι μένει»: στίχος του Μίλτου Σαχτούρη από το ποίημα «Η νοσταλγία γυρίζει», από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο.