Το φιλοδώρημα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 04.10.21 ]

Καλή αντάμωση, του είπε ο Αντρέας από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο μεγάλος του αδελφός. Μιλούσαν κάθε μέρα. Ήταν ο μόνος στον οποίον εμπιστευόταν τα πάντα. Αντρέα εκείνο, Αντρέα τ’ άλλο. Άλλον δεν είχε. Κι ας έλειπε μακριά, κι ας μην τον είχε δει ποτέ. Κι ας ήταν αερικό. Ήταν εκεί όταν τον χρειαζόταν, να του δίνει κουράγιο.

Ο Άγγελος έκλεισε το τηλέφωνο. Πάντα αγαπούσε τα δώρα. Να δίνει. Σπάνια δεχόταν.

… Μηνύματα. Για τη μάνα του. Αν τις δει; Από συμμαθητές. Τις φωτογραφίες.

… Συμμαθητές τον στρίμωξαν τις προάλλες στις τουαλέτες και τον αβγούλωξαν. Έτσι μιλούσαν αυτοί –συνθηματικά, χωριάτικα. Όταν τελείωσαν, του άφησαν και φιλοδώρημα. Ένα αβγό στο στόμα. «Αν σπάσει» τον προειδοποίησαν «την έβαψες».

… Σπασμένος, με το αβγό στο στόμα το ’βαλε στα πόδια. Ο πόνος κύκλωνε την καρδιά του. Έπρεπε να βιαστεί. Να το προσφέρει. Το έσχατο δώρο. Το πιο μεγάλο. Στον εαυτό του. Για τελευταία φορά.

Χθες το μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο, οι γονείς του είπαν να το ξεματιάσουν το παιδί με λίγο λαδάκι στο κεφάλι. Χλωμό τους φάνηκε. Μπλάβα τα μάτια. Είπαν και τη γνωστή ευχή. Τον σταύρωσαν στο μέτωπο.

… Αργά το βράδυ σταυρώθηκαν στον καβγά. Για τη φωτογραφία που της έστειλαν στο κινητό. «Φιλοδώρημα» έγραφαν «το αβγό. Για το αβγόκομα». Οι φίλοι του γιου της. Ακούς εκεί; Οι φίλοι του μονάκριβού της! Ολόκληρο αβγό. Πάγωσε.

… Παγωμένος τους άκουγε από δίπλα. «Σκασμός» της είπε εκείνος σε μια στιγμή. «Το μπάσταρδο ψυχανώμαλό σου θα μας ξεφωνίσει στο χωριό». Κι επανέλαβε: «το μπάσταρδο ψυχανώμαλό σου». Για να τ’ ακούσει ο μικρός.

«Μα…»

«Δεν έχει μα!»

Έκλεισε τ’ αυτιά και κουκουλώθηκε.

…. Κουκουλωμένο τον βρήκαν τον Άγγελο. Την άλλη μέρα ούτε σταγόνα λάδι στο μπουκάλι. Καπνός πηχτός. Κάρβουνο. Με το φιλοδώρημα στο στόμα και το λάδι από το καντήλι της ζωής του σωσμένο. Για τελευταία φορά.