Το τίποτα

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 09.10.20 ]

    Το τίποτα είναι ένα ερπετό. Σου τρώει μυαλό και σπλάχνα και σε σωριάζει στα πιο σκοτεινά έγκατα του εαυτού σου. Το τίποτα είναι ένα ερπετό που κοιμάται κουλουριασμένο βαθιά μέσα σου, χορτάτο και ήρεμο, έχοντας καταπιεί ζωντανά τα πιο αληθινά, τα πιο ωραία, τα πιο ειλικρινή σου όνειρα. Πρώτα συνθλίβει τη ραχοκοκαλιά των ονείρων σου τα καταπίνει αμάσητα και πετάει έξω, φτύνοντας, το δέρμα τους. Θα ξυπνήσει όταν ο καιρός είναι κατάλληλος, όταν η  θερμοκρασία και η υγρασία του έξω φασισμού, θα ταυτιστούν με τα μέσα σου και το μέσα του τίποτα. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο το τίποτα. Με το τίποτα ξυπνάει και δεν είναι πια χορτάτο και δεν είναι πια ήρεμο. Πεινάει για την μοναδική τροφή που μπορεί να ξεγελάσει για λίγο την ακόρεστη πείνα του: το πελώριο τίποτα μιας τιποτένιας ματαιότητας.

Αυτή την αιματοβαμμένη τροφή που δεν την σπέρνει κανένας, αλλά φυτρώνει παντού. Αυτή την ακατάλυτη τροφή που δεν είναι ιδιοκτησία κανενός κι όμως κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Αυτό το κεκτημένο του τίποτα που το φυλάνε ανείπωτα μεγάλες στρατιές σε μόνιμο συναγερμό, σε διαρκή παράταξη μάχης, έχοντας σε πρώτη χρήση ολοένα και πιο φοβερά όπλα. Τόσο φοβερά που δεν μπορούν να τα χειριστούν ούτε εκείνοι που κάποτε τα φαντάστηκαν. Επειδή το μεγάλο τίποτα κανένας δεν μπορεί να το φανταστεί. Η απέραντη έρημος που δεν τελειώνει πουθενά, γιατί δεν άρχισε ποτέ. Ένα τίποτα.

Αυτή είναι η αιματοβαμμένη τροφή που χρειάζεται: η απόλυτη ερημία που προκαλεί ο φόβος. Η ασταμάτητη απερήμωση του νου. Τίποτα. Δεν μπορεί να περιγραφεί. Γι’ αυτό είναι ασύδοτα πεινασμένο και κατακλυσμιαίο. Φονικό. Μια τεράστια ανακόντα που ζει μονάχα μέσα στους ζωντανούς. Τους νεκρούς δεν τους χρειάζεται, δεν είναι τροφή του τίποτα. Γιατί ο θάνατος είναι το μόνο πιο απόλυτο από το τίποτα. Είναι ένα δηλητηριώδες τίποτα, που το ζωντανό τίποτα ξέρει, από ένστικτο επιβίωσης, ότι πρέπει να αποφεύγει. Βλέπεις, το τίποτα που κοιμάται μέσα στα σπλάχνα σου πριν τα καταβροχθίσει, δεν είναι πτωματοφάγο.

Δεν σου αρπάζει τα όνειρα από την ψυχή για να σε σκοτώσει. Ίσα ίσα σε θέλει ζωντανό γιατί χωρίς εσένα πεθαίνει. Δεν στραγγαλίζει, αποστραγγίζει κάθε έρωτα που ένιωσες. Για να μην πεθάνεις ποτέ από έρωτα. Δηλαδή να μην είσαι ποτέ έτοιμος να φανταστείς έναν έρωτα που θα άξιζε να πεθάνεις γι’ αυτόν. Πρέπει να ζήσεις και για να ζήσεις πρέπει να είσαι ασφαλής. Κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτού του τίποτα που τελικά είσαι εσύ ο ίδιος.

Να μην δακρύσεις. Το δάκρυ δηλητηριάζει το τίποτα. Είναι βαρύ ύδωρ το δάκρυ των δακρύων. Να μην κινηθείς ανάμεσα στους άλλους, το τίποτα αναγνωρίζει μονάχα τους κούρους του ακίνητου χρόνου. Την ασφαλή τροφή που δεν μπορεί να ξεφύγει από την αγριότητα μιας ανεπίδοτης χειρονομίας ή από την γενναιότητα μιας Αχερούσιας κωπηλασίας όπου τα Φαγιούμ των ανθρώπων ρυθμοκρατούν τον δεκαπεντασύλλαβο της κάθε απώλειας του καιρού και τον πηγαίνουν – πληρωμένο, δηλαδή πλήρη πληρώματος κωπηλατών – στην απέναντι όχθη που λέγεται χρόνος.

Όλα αυτά θέλει να καταπιεί το τίποτα, αλλά είναι πολλά και διαρκώς γίνονται περισσότερα και το τίποτα διαρκώς λιγοστεύει. Και γίνεται διαρκώς αγριότερο! Όλο και πιο τίποτα. Και σου τρώει το μυαλό και τα σπλάχνα και σε σωριάζει στα έγκατα του εαυτού σου.

Να προσέχεις. Δεν είναι που στον καθένα μπορεί να συμβεί, είναι που στον καθένα συμβαίνει. Να προσέχεις την οθόνη του μυαλού σου, ιδίως όταν γίνεται μαύρη και νομίζεις ότι ο μαύρος κακός λύκος κοιμάται έξω. Όχι. Τότε ακριβώς μπορεί να μπήκε στο σπίτι. Μπορεί να μην είναι τίποτα, αλλά ακριβώς αυτός είναι ο κίνδυνος.