Το τέλος

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 24.05.19 ]

Έβγαλε ο Έκτορας την περικεφαλαία, απόγευμα της άνοιξης,

να σκουπίσει μια στιγμή απ’ το πρόσωπο

τη σκόνη, τα τραύματα, που στάζαν

φρέσκο αίμα.

Κι έβαλε τότε απρόσμενα τα κλάματα ο μικρός του γιος,

στην αγκαλιά της μάνας.

Ο πατέρας δίχως κράνος, δίχως πανοπλία,

ματωμένος, αδύναμος,

καμιά ελπίδα ο πατέρας.

Μα δε μπορούσε πια ο Έκτορας.

Τα χέρια του λυγίζαν στο βάρος του σπαθιού,

ασήκωτη η ασπίδα, δόρυ, ψυχή ασήκωτα.

Το ’μαθε εξάλλου-του το μαρτύρησε μια νύχτα ο Πάρης-

πως η Τροία εδώ και χρόνια

δεν ήτανε δική τους.

Πώς έγινε μια αποικία των Αχαιών κι αυτή.

Ο Πρίαμος την είχε ξεπουλήσει,

Όταν πρωτόρθαν με τα δώρα

οι Δαναοί.

(Ο Πρίαμος, ο ίδιος του ο πατέρας, όλους τους είχε ξεγελάσει).

 

Λοιπόν, καμιά μονομαχία δεν του μελλόταν πια.

Μόνο γωνιά, να ξεψυχήσει

με τη θολή ανάμνηση του γιου και της γυναίκας,

προδομένο κουφάρι, να το σέρνει

ο Αχιλλέας,

να καυχιέται, πάνω στις πέτρες και τ’ αγκάθια

της πεδιάδας.

 

Σφάλισε ο Έκτορας τα μάτια.

Περίμενε ύστερα για λίγο, μα τίποτα δεν είδε.

Βλέπεις κι η νέμεσις ξεχάστηκε

τούτη τη φορά. Έμεινε ο Σκάμανδρος να κλαίει

ένα ποτάμι δάκρυα.

Δεν προλαβαίνει ο Έκτορας.

Τον πήρανε στις μαύρες πλάτες τους

δυο χελιδόνια,

αποδημητικά,

εδώ μπροστά μου απόψε,

τον απίθωσαν, να τον σκεπάσω

λίγες πέτρες, μια χούφτα

χώμα μόνο.

Να μην τον φάν’ τα όρνια,

Αφού, ως φαίνεται, κανείς ποτέ δε θα ’ρθει

το άψυχο κορμί του

να γυρέψει.