Το τάμα

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.08.20 ]

Εγώ είμαι πάλι. Αυτή που δεν σ’ αφήνει να κλείσεις μάτι και σε λιβανίζει με καπνούς στριφτών τσιγάρων και στριμμένες, διεστραμμένες  λέξεις, περιστρεφόμενους, στριφνούς Κουασιμόδους κακομούτσουνους. Που σου ζυμώνει πρόσφορα να φάνε τα περιστέρια κι αφήνει τις πόρτες ανοιχτές και έρχεται ο πόνος ο ανθρώπινος απ’ τα φουσκαλιασμένα  γόνατα και σου λερώνει τα χρυσά σκαλιά σου. Τα δάχτυλά μου σου είχα τάξει και το τάμα δεν σου το καμα, γι’ αυτό τώρα που γράφω μου θυμίζουνε το χρέος.

Σε κούρασα πολύ και τώρα που ‘σαι αποσταμένη πάλι δεν σ’ αφήνω και κάθε βήμα «Παναγιά μου!». Σαν δεν ακούν οι άνθρωποι… κι εγώ, μη νομίζεις, θεόκουφη, απαρηγόρητη.

Μη σκιάζεσαι, κυρά μου, δεν θα τη μοιραστούμε τη ρομφαία, καθεμιά μας τη δικιά της.

Αλλά να, εκείνα τα παιδιά είναι ασυνόδευτα κι αυτά τα δέντρα θα καούν κι εκείνοι θα πνιγούν στη λάσπη κι οι διασωληνωμένοι θα παλεύουν για μια ανάσα… Κοίτα εκείνο το παιδάκι, πόσο κοντά βαδίζει στο ποτάμι, εκείνη η γυναίκα θα καεί από μανία αντρική, θα σκάσει από τη ζέστη το άλογο. Μήπως ακόμα να μην κοιμηθείς, κυρά μου, κι εγώ το τάμα θα στο κάμω.

Εγώ είμαι πάλι. Μην κοιμηθείς. Άνοιξ’ τα μάτια σου, άπλωσε χέρια, κολύμπα, πέσε στη φωτιά, δώσε κι εκείνη την πολύτιμη ανάσα, έτσι που να μην έχουν τίποτα τα δάχτυλα να γράψουν, να πέσουν μαραμένα στο τραπέζι. Αν δεν το κάνεις θα πρέπει να ξυπνήσω, ν’ αφήσω το μολύβι, άνθρωπος να γίνω.