Το σύνδρομο του Μπάρτλεμπυ

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 05.01.22 ]

 «Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες. Πίστεψα πως αποχτούσα υπερφυσικές δυνάμεις. Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις θύμισές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοπλόκου», λόγια του Αρθούρου Ρεμπό λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα την ποίηση. Ο Σωκράτης δεν έγραψε ποτέ, ο Ρεμπό σταμάτησε να γράφει στα δεκαεννιά του χρόνια, ο Φρ. Κάφκα υπαινίσσεται ότι η λογοτεχνική ύλη είναι επί της ουσίας ανέφικτη, ο Αντρέ Ζιντ δημιουργεί έναν μυθιστορηματικό ήρωα που θέλει να συγγράψει αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ (Τέλματα), ο Βαλερί μέσω του alter ego του, του κυρίου Τεστ, αρνείται τη γραφή και πετάει τη βιβλιοθήκη του από το παράθυρο και ο Βίτγκενσταϊν δημοσιεύει μόνο δύο βιβλία. Τι είναι, άραγε, αυτό που κάνει ορισμένους δημιουργούς, ακόμα κι αν έχουν μία λογοτεχνική συνείδηση πολύ απαιτητική, να μη γράφουν ποτέ, να έχουν γράψει ένα ή δύο βιβλία και ύστερα να σταματούν τη γραφή, ή ενώ έχουν αρχίσει ένα έργο κάποια μέρα να παραλύουν για πάντα;

Τη διερεύνηση των αιτών του λεγόμενου συνδρόμου του Μπάρτλεμπυ, από τον ομώνυμο ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ και της λογοτεχνίας του όχι επιχειρεί ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας μέσα από έναν σχολιασμό «αθέατων λογοτεχνικών κειμένων». Οι λόγοι της άρνησης πολλοί. Ο Μάτας θεωρεί ότι το νεωτερικό θέαμα των συγγραφέων που παραλύουν μπροστά στις απόλυτες διαστάσεις της δημιουργίας και των «ανέφικτων» βιβλίων είναι κληρονομιά της αισθητικής του ρομαντισμού. Στο έργο του «Ο κριτικός ως δημιουργός» ο Όσκαρ Ουάιλντ εκφράζει την άποψη ότι «το να μην κάνεις απολύτως τίποτα, είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο, το πιο δύσκολο και το πιο πνευματικό», προσθέτοντας πως «όταν δεν γνώριζα τη ζωή έγραφα», ορίζοντας με αυτό τον τρόπο τη λογοτεχνία ως υποκατάστατο της ζωής. Το απόλυτο, πάντως, θεωρείται το μαγικό κλειδί, καθώς η γραφή είναι μια δραστηριότητα υψηλού κινδύνου και ένα κείμενο, αν θέλει να είναι έγκυρο, οφείλει να ανοίγει νέους δρόμους και να επιχειρεί να αρθρώσει το ανείπωτο, ή αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί.

Ο Μάτας χαρακτηρίζει τη «λογοτεχνία του όχι» ως την πιο ανατρεπτική τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η τάση αυτή αναρωτιέται «τι είναι γραφή» και από αυτή μπορεί να αναδυθούν οι δρόμοι για τη γραφή του μέλλοντος. Αλλά ποιοι είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην άρνηση της γραφής; Η τρέλα για τον Χέλντερλιν, ή η επινόηση μιας ταυτότητας που όταν δημιουργηθεί παύει η ανάγκη συνέχισης της γραφής: «Νόμιζα ότι ήθελα να γίνω ποιητής αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα». Ή ακόμα, η διαρκής αναζήτηση της πηγής και γενικά η αγκύλωση του δημιουργού στη «γεωγραφία της τέχνης» και των ερωτημάτων. Ή ο φόβος της αποτυχίας και της κρίσης του κοινού. Ο φόβος μπροστά στο δαιμονικό χάος κάθε απομονωμένης φωνής, κάθε γνώσης, κάθε πράγματος. Η απειλή που αισθάνεται κάποιος «από τις αδάμαστες φωνές και τα πλοκάμια τους, από το φύλλωμα των φωνών, από τις διακλαδιζόμενες φωνές, που καθώς περιπλέκονται μεταξύ τους, τον περιπλέκουν... φωνές δευτερολέπτων, φωνές χρόνων, φωνές που μπλέκονται στο δίχτυ του κόσμου, στο δίχτυ των ηλικιών, ακατάληπτες και αδιαπέραστες μέσα στη βρυχόμενη αλαλία τους».

Για τον Τζων Κιτς δεν είναι περίεργο που ένας ποιητής σταματάει να γράφει, γιατί ο ποιητής δεν έχει εγώ, είναι ένα χαμαιλέοντας, «είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτα: δεν έχει χαρακτήρα, απολαμβάνει το φως και τη σκιά...».

Εν τέλει, να γράφει κανείς ή να μην γράφει; Ο Μάτας λέει «κάνε το σωστό και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», αφήνοντας ουσιαστικό το ερώτημα ανοιχτό και το περιπετειώδες «αφήγημά» του χωρίς τέλος. Για την Μ. Ντιράς «το να γράφεις σημαίνει, επίσης, να μη μιλάς. Σημαίνει να σωπαίνεις. Σημαίνει να ουρλιάζεις βουβά».

 Ενρίκε Βίλα-Μάτας

Μπάρτλεμπυ & Σία

Επ. Μετάφρασης: Α. Αλεξοπούλου

Αφήγημα

Καστανιώτης