Το σφακοκέφαλο

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 12.02.19 ]

Στο πηγάδι τη βρήκε. Έριχνε το σίκλο και τραβούσε να γεμίσει τη βαρέλα της. Ξεκαβαλίκεψε το κόκκινο μουλάρι και της ζήτησε νερό. Όλα κόκκινα. Τα μάγουλά του, τα δικά της, το μουλάρι. Του ‘δωσε. Τα μάτια χαμηλά.

Σαββάτο θα σε ζητήξω, της είπε και σκούπισε το στόμα με το μανίκι. Δεν απάντησε. Μόνο η καρδιά της χτύπαγε σαν την τρελή. Πήρε ξανά το σίκλο. Γέμισε τη βαρέλα. Την τάπωσε καλά μ’ ένα κότσαλο τυλιγμένο με καρυδόφυλλα. Τη ζαλώθηκε στην πλάτη με τη ριγανέλα και κίνησε για το σπίτι. Τσάκισε ένα σφακοκέφαλο στον δρόμο και το ‘χωσε στον κόρφο της για το κακό το μάτι, γιατί στο μαχαλά της ήταν το σπίτι της βαβω-Λένης που μ’ ένα βλέμμα μοναχά μπορούσε να σκάσει σκρίκες και μπεστούρες.

Δεν έφτασε ποτέ Σαββάτο. Ούτε στον μαχαλά της πρόκανε να πάει. Γερμανικό βόλι τη θέρισε στον κόρφο τον αφίλητο, όπως εκείνη είχε τσακίσει το σφακοκέφαλο για το κακό το μάτι, κι η καψοβάβω ούτε που την είχε δει.

Πού ήσουν μωρή, παλιοβάβω, να τους γυρίσεις το κακό σου μάτι που αφάνισαν ολόκληρο χωριό.