Το στρώμα
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 20.07.18 ]Πάρτε ό,τι θέλετε. Να, ανοίξτε εδώ –τους είπε– σ’ αυτό το συρτάρι έχω κάτι ψιλά.
Σκάσε, γέρο. Άχνα μην βγάλεις, τον απείλησε με τη γροθιά υψωμένη ο ψηλός, με πρόσωπο που έφερνε σε γαριασμένο καθρέφτη.
Ο άλλος, ο κοντός -με τη γρυπή, οστεώδη μύτη- με επιδέξιες κινήσεις και σβέλτα πόδια, έκανε άνω κάτω όλο το σπίτι.
Κατακαλόκαιρο και όλοι λείπανε. Μόνο τα τζιτζίκια τραγουδούσαν φορτικά ολημερίς. Ο γέρος κοιμόταν. Χαμπάρι δεν πήρε τους επισκέπτες.
Τα άλλα πού τα ’χεις κρυμμένα; Λέγε γρήγορα! επέμενε ο ψηλός όση ώρα τον έδενε πισθάγκωνα πάνω στην καρέκλα.
Τα βιβλία του γιου μου και τα μαχαιροπίρουνα. Αυτά είναι όλο μου το βιος.
Όχι αστεία μαζί μας, ακούς; είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις ο ψηλός.
Αυτά εδώ πού είναι; ούρλιαζε ο κοντός, με χέρια που τρέμανε από ανυπομονησία, και σάλια που εκτοξεύονταν από το στόμα.
Κάτι παλιές φωτογραφίες, δικαιολογήθηκε ο γέρος. Ο γιος μου και η συχωρεμένη η γυναίκα μου.
Μια βλαστήμια ακούστηκε και τζάμια που θρυμματίζονταν στο μωσαϊκό της κουζίνας.
Του έτριψε τις φωτογραφίες στο πρόσωπο. Οι σταυροί που φοράνε πιάνουν καλά λεφτά. Κάπου θα τα ’χεις κρυμμένα. Φέρ’ τα! τον διέταξε ο ψηλός και του ’σφιξε κι άλλο τα χέρια.
Πονάω! παραπονέθηκε ο ηλικιωμένος, πονάω πολύ, κι ένα ποταμάκι κυλούσε αθόρυβα κάτω από την καρέκλα.
Μίλα, ειδάλλως θα σου ξεριζώσω το χρυσό σου το δόντι.
Στο στρώμα θα είναι, φώναξε ο ψηλός, και χάρηκε με την ανακάλυψή του. Θα κάνουμε γερή κονόμα σήμερα, κι έτριψε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση.
Ο γέρος χαμήλωσε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια, ανάσα δεν έπαιρνε.
Ο κοντός πέταξε τα σεντόνια, έπιασε τη φαλτσέτα και βάλθηκε να ξεκοιλιάσει το λερό στρώμα. Έβαλε όλη του τη δύναμη, ξανά και ξανά. Μούγκριζε, ίδρωνε, βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες.
Όλα καλά; ρώτησε ο ψηλός που φύλαγε τον γέρο στην κουζίνα.
Εδώ μέσα είναι, άκου πώς κουδουνίζουν! Θα ’χει και λίρες, τις μυρίζω εγώ!
Ο γέρος ακίνητος. Τσιμουδιά. Είχε μια αλλόκοτη θλίψη τώρα το πρόσωπό του, λες και το μαχαίρι μπηγόταν στο δικό του το κορμί. Σήκωσε τα μάτια.
Μην παιδεύεστε. Λύστε με, και αν πεινάτε, κάντε μου παρέα. Μόνο αφήστε ήσυχη τη Μαρία. Μην την ταλαιπωρείτε άλλο. Με χρειάζεται.
Πού τα πουλάς αυτά, ακούστηκε αυστηρή η φωνή του ψηλού που άρχισε να χάνει την υπομονή του. Ποια γυναίκα σου ρε;
Στην πόρτα φάνηκε ο κοντός, καταπονημένος, με χέρια κατακόκκινα. Το μαχαίρωσα, είπε θριαμβευτικά, αλλά αυτό δεν ανοίγει. Βαρύ σαν πέτρα. Σίδερο θα ’χει από μέσα. Σίγουρα.
Χρηματοκιβώτιο θα ’χει κρύψει ο γέρος, συμπλήρωσε ο ψηλός, που στο μεταξύ είχε έρθει κι αυτός στην κρεβατοκάμαρα. Πάω στοίχημα πως μέσα βρίσκεται ολόκληρος θησαυρός. Και φούσκωνε το στήθος του.
Με δυσκολία το σηκώσανε στα χέρια τους. Και τότε ακούστηκε κάτι σαν λυγμός γυναίκας που γεννά. Το αφήσανε πάνω στο κρεβάτι. Σε λίγο, μια κραυγή λύτρωσης και ηδονής. Αμίλητος κοίταζε ο ένας τον άλλον σαν να μην πίστευαν στ’ αυτιά τους. Συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Αποφάσισαν να προχωρήσουν.
Ο γέρος, είπε ο ψηλός, είναι που σκούζει σαν γατί γιατί του κλέβουνε τα μικρά. Γύρισε στην κουζίνα και του ’χωσε μια πετσέτα στο στόμα που έσταζε αίμα.
Σε λίγο δυο άντρες κουβάλαγαν καταμεσής του έρημου δρόμου ένα βαρύ –από τον χρόνο των σωμάτων- στρώμα. Απόκαμαν και το παράτησαν καταγής.