Το πανηγύρι

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 07.05.19 ]

Ήθελα τόσο να πάω στο πανηγύρι. Το είπα. Ο πατέρας μου γύρισε το μάτι. Καλύτερα να μου ‘ριχνε χαστούκι. Λιγότερο θα πόναγε. Η μάνα δεν έβγαλε άχνα. Δεν τράβηξα τα μάτια. Δεν τα χαμήλωσα. Τα άφησα να τον κοιτούν και να φωνάζουν. Δεν έλεγαν τα μάτια πόσο ήθελα να τον δω, να πιαστώ μαζί του στον χορό. Τίποτα δεν έλεγαν. Ο πατέρας μήνες ολόκληρους αξύριστος, αγέλαστος, βαρύς από το πένθος. Ούτε που τον ένιωθα ούτε τον καταλάβαινα. Ήθελα μόνο να τον δω. Γι’ αυτό έπρεπε να πάω στο πανηγύρι. Γιατί ήμουνα δεκάξι και δεν μου πήγαιναν τα μαύρα και δεν μου πήγαινε το πένθος κι ήθελα τόσο να τον δω κι αν μου ‘πιανε το χέρι στον χορό μπορεί και να λιποθυμούσα.

Δεν λύγισε ο πατέρας. Χτύπησε μοναχά το χέρι στο τραπέζι. Άχνα δεν έβγαλε η μάνα. Όλη τη νύχτα άκουγα τα όργανα, κλαρίνα και βιολιά, το ντέφι να με κοροϊδεύει. Με το παράθυρο ανοιχτό, όλη τη νύχτα να τον σκέφτομαι στο πανηγύρι (με ποια χορεύει, ποια κοιτάει, με ψάχνει άραγε ανάμεσα στις άλλες), να καταριέμαι τους νεκρούς κι όλα της γης τα πένθη.