Το ξυπνητήρι μου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 13.03.19 ]

Έψαξα πολύ να βρω τον ήχο για το ξυπνητήρι μου. Ήθελα κάτι πρωτότυπο, κάτι ιδιαίτερο, κάτι εντελώς προσωπικό. Αυτό το κάτι που θα ξεχώριζε το δικό μου ξυπνητήρι  απ’ όλα τ’ άλλα τα κοινά και τα συνηθισμένα. Ανακατεύτηκα με ήχους απαλούς, με νανουρίσματα. Εύκολο να τους απορρίψω . Έπιασα άλλους ύστερα οξείς και σουβλερούς, να σπάνε κρύσταλλα. Κι εκείνοι δεν μου κάναν. Της θραύσης οι ήχοι μου φέρνουν πάντα έναν πόνο στην καρδιά και μια ακατανίκητη ναυτία που δεν με εγκατέλειψε ποτέ μετά τη γνωριμία μας. Ύστερα βρήκα ήχους  βροντερούς, κρουστούς. Δοκίμασα συνθήματα μέσα από ντουντούκες. Ο θόρυβος με τρέλανε. Τον  έστειλα στον κάδο.

Κατέληξα μετά από περίσκεψη πολλή και βρήκα τον ήχο τον απόλυτο, τον πρέποντα, εκείνον που σαν γάντι ταίριαζε με τον δικό μου μεθυσμένο χρόνο.

Χίκ, Χίκ! Χτυπά τον ξυπνητήρι μου κι εγώ ξυπνάω πάντα με hang over. Έτσι μου φαίνονται γνωστοί άνθρωποι που δεν ξέρω. Με ξέρετε, κυρία μου; μου κάνουν θυμωμένοι. Με συγχωρείτε, λάθος μου, δεν θα το ξανακάνω, δεν είδα…, δεν κατάλαβα… ψελλίζω και  τα αποθέματα της ψυχραιμίας μου τσεκάρω. (ψυχρόαιμα θηλαστικά, αν δεν υπάρχουν, εισάγω νέο είδος) Ασφαλώς δεν έχουν κουδούνια οι γυάλες. Μα δεν έκανα λάθος που περίμενα να ακούσω το κουδούνι. Όχι. Δεν ήτανε αυτό το λάθος. Το λάθος ήτανε που έψαχνα να βρω να το χτυπήσω. Πόσο ανόητη! Να μην το καταλάβω πως ήμουν έξω.

Χίκ,Χίκ! Καλό μου ξυπνητήρι. Οι καλύτερες αφυπνίσεις γίνονται τρεκλίζοντας. Ας τρέξω τώρα γρήγορα τις μύγες μου να πιάσω. Πρέπει να είναι είκοσι,  τουλάχιστον, για να μου δώσουνε φαΐ το μεσημέρι.

Τι κι αν περάσαν οι Απόκριες; Καλά κρατεί το καρναβάλι.