Το μπρελόκ

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 11.01.21 ]

Είχε κι εκείνο το μπρελόκ με τα κλειδιά στο χέρι. Πόρτες πολλές ν’ ανοίγει. Δώρο του πατέρα του λίγο προτού κλείσει τα μάτια του. Ξόδεψε τη ζωή του για να εκπληρώσει την υπόσχεση που του έδωσε. Δοκίμασε πόρτες πολλές. Περπάτησε χιλιόμετρα. Σε σκοτεινούς διαδρόμους υπηρεσιών γλίστρησε. Άσπρισαν τα μαλλιά του κι αυτός τριγυρνούσε με το μπρελόκ στα χέρια. Καμιά κλειδαριά δεν δεχόταν τα κλειδιά του όσο κι αν μόχθησε. «Δεν μου ταιριάζει, δεν μου ταιριάζει» στρίγκλιζε η κλειδαριά και το ξερνούσε, σαν μήτρα που αποβάλλει. Σκυφτός απ’ τα γεράματα έπαιρνε κάθε πρωί τους δρόμους. Μια μέρα παραπάτησε, και το μπρελόκ το κατάπιε ο υπόνομος. Ένα ανάρμοστο γέλιο ακούστηκε από μέσα. Ίδιο με του πατέρα του -σαν τα παλιά όπλα που κρεπάρουν. «Εσύ είσαι το κλειδί, ανόητε!», κι αυτός ξεσπά σε κλάματα.