Τομπισκοτάκιμου...

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 11.12.18 ]

(…) Χαράματα σηκώθηκε καὶ κλείστηκε στὸ μπάνιο. Γιὰ τοὺς γονεῖς της ἔκπληξη μεγάλη. Ἡ μητέρα της δὲν ἄντεξε καὶ κρυφοκοίταξε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα. Βαφόταν. Πόσος καιρὸς πέρασε ἄραγε ἀπὸ τὴν τελευταία φορά; Πέντε ἕξι φιάλες αἷμα; Μπορεῖ καὶ περισσότερες.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ σκιάχτηκαν, κοιτάχτηκαν, λές; ὁ νοῦς τους πῆγε στὸ κακό, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν καὶ νὰ τὴ διακόψουν. Τοὺς καθησύχασε, ὅλα καλά, κι ἄδικα ἀνησυχοῦσαν.

Ἐκεῖνος, μὲ ἀνακούφιση, ἔφτιαξε τρία τόστ, ἔστυψε καὶ πορτοκάλια γιὰ τὴ μεγάλη. Χρειαζόταν βιταμίνες γιὰ νὰ δυναμώσει. Τὴ φρόντιζε σὰν μωρό. Τῆς εἶχε παθολογικὴ ἀγάπη ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε. Μελαχρινὴ ὅπως αὐτός, μὲ εὔθραυστες σὰν κλωστὲς μποῦκλες. «Μπισκοτάκι» τὴ φώναζε ἀπὸ τότε. «Τομπισκοτάκιμου», ἔλεγε μὲ καμάρι. Ἐκείνη ἑτοίμασε καφὲ καὶ δημητριακὰ μὲ γάλα.

Ἡ μικρὴ δὲν θὰ πήγαινε σήμερα σχολεῖο. Τῆς δώσανε δύο μέρες ἀποϐολὴ, γιατὶ, λέει, εἶπε κάτι γαλλικὰ σὲ ἕναν Ἄραϐα συμμαθητή της γιὰ τὰ μαλλιά του.  Ἐκεῖνος θὰ ἔψαχνε σήμερα κιόλας νὰ τῆς βρεῖ καινούριο σχολεῖο μόνο μὲ ντόπιους μαθητές. Τῆς τὸ ὑποσχέθηκε. Τὸ μεσημέρι θὰ πέρναγε νὰ πάρει τὴ μεγάλη γιὰ τὶς καθιερωμένες ἐξετάσεις. Τὸ ἀπόγευμα θὰ τὴν πήγαινε ἡ μητέρα της στὸ γιατρό.

Χτύπησε τὸ κουδούνι κι ἐκείνη πῆγε ν᾿ ἀνοίξει. Δὲν τὴν ἀναγνώρισε ἀμέσως. Ἡ Σαμπὶν μὲ κοντὰ μαλλιά, σχεδὸν ἀγορίστικα. Ἄλλο καὶ τοῦτο, σκέφτηκε. Ποτὲ δὲν κατάλαϐε τί ἔβρισκε ἡ κόρη της σ᾿ αὐτὴν τὴ μιγάδα καὶ τὴν ἔκανε παρέα. Προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰτ ῆς μιλήσει, μὰ ἡ μεγάλη ἀγύριστο κεφάλι.  Ὁπωσδήποτε νὰ ρωτήσει τὸ ἀπόγευμα τὸν γιατρὸ πῶς νὰ χειριστεῖ τὸ ζήτημα.

Ἐκείνη τὴν ὥρα μιὰ κοπέλα μὲ δυὸ μεγάλα σὰν ἡλιοτρόπια μάτια, μὲ ράστα κεφάλι καὶ μακριὰ σκουλαρίκια βγαίνει ἀπὸ τὸ μπάνιο, τρώει στὸ πόδι μὲ βουλιμία τὸ πρωινό, νιώθει μὲ ἀνείπωτη εὐχαρίστηση τὴν ξινίλα τοῦ πορτοκαλιοῦ στὸ φάρυγγα, ρίχνει τὸ σακίδιο μὲ τὰ βιβλία στὴν πλάτη, καλημερίζει καὶ φεύγει μαζί μὲ τὴ Σαμπίν.

Ἡ ὥρα εἶναι ὀκτώ.Ἕνα ἀπρόσμενο μελτέμι σκορπίζει τὶς χαρτοπετσέτες καὶ τὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ τραπέζι. Ὁ πολυέλαιος τραμπαλίζεται. Τὰ ἔπιπλα μετακινοῦνται.

«Τομπισκοτάκιμου», εἶπε ἐκεῖνος καὶ τὰ χείλη του σπαρτάρησαν στὶς ἄκρες. Τρία χρόνια εἶχε νὰ τὴ φωνάξει ἔτσι.

*απόσπασμα

**Από τη συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο», Τὸ Ροδακιὸ, 2018