Το λίπος
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.06.18 ]Δούλευε υπερωρίες και ευχαριστούσε τον Θεούλη που για άλλη μια μέρα την έβγαλε καθαρή -τα ρούχα κολλημένα πάνω του- δεν ήταν που δεν έτρωγε, οι έγνοιες τον έτρωγαν και δεν τον άφηναν να πάρει δράμι, κι εκείνο που άκουγε από μικρός τις Κυριακές στον Άγιο Μελέτη, τον πατέρα Άνθιμο να ξεστομίζει: εγώ ειμί ο άρτος της ζωής· ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και ο πιστεύων εις εμὲ ου μη διψήση πώποτε, και παρηγοριόταν, δεν πρόκειται να πεινάσω ποτέ, έλεγε, γιατί αυτός πίστευε, πάντα πίστευε στην αιώνια ζωή, αρκεί ο άνθρωπος να θυσιάζει κάθε στιγμή έστω κι ένα ψίχουλο αγάπης για τον Άλλο, κι αυτός προσδοκούσε τη μέρα της μεγάλης θυσίας, μισή μερίδα άνθρωπος, μα τα χέρια του έπιαναν, τα πόδια σβέλτα, δεν το πολυσκεφτόταν κι έβρισκε τη δύναμη να ξεπερνά δυσκολίες και αναποδιές, αναποδιές που ήρθαν μια μέρα: Περικοπές, τους είπαν, περικοπές για να αντέξει η εταιρεία, ο Άλλος, που προσφέρει ζωή στους άλλους, το μοναδικό φάρμακο για τη θεραπεία του μεγάλου ασθενή -εσύ δεν έχεις ανάγκη, απεφάνθη ο Μέγας Εγκέφαλος, Αλέξης Σωτηρίου, τόσα χρόνια έχεις αποθηκεύσει λίπος και λίπος που με αυτό θα μπορούσες να ζήσεις κάνα δυο χρόνια μονάχα με νερό, και υπάλληλοι σαν και του λόγου σου μὰς έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, έφθασε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου να πληρώσεις -μόλις δυο μήνες πριν είχαν φροντίσει και προσέλαβαν στη θέση των απολυμένων κάτι τύπους σωστά λείψανα, σκελετοί που πάνω τους πέταξαν ρετάλια σάρκας, και ο ίδιος φθηνά τη γλύτωσε λόγω έντιμου πρότερου βίου και άρχισε να βλέπει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια τους κι ένιωθε για πρώτη φορά την κοιλιά του να ξεχειλίζει από εκείνο το φριχτό λίπος που πλέει σαν σαμπρέλα στο νερό, μέχρι που άρχισε να παίρνει στα σοβαρά κάτι διαφημιστικά για γρήγορο αδυνάτισμα, και τα βράδια στο σπίτι του κοιταζόταν στον καθρέφτη και ρούφαγε την κοιλιά του, φρόντιζε πλέον όσο να ’ναι τη διατροφή του, μέτραγε προσεκτικά τις θερμίδες που κατανάλωνε, ανέβαινε πρωί βράδυ στην ζυγαριά, αγόραζε μισή φρατζόλα, έτρωγε μία λεπτή φέτα κάθε μέρα και την υπόλοιπη την τύλιγε προσεκτικά σε μια πετσέτα για την επόμενη, έδωσε κοψοχρονιά σ’ έναν φοιτητή και το ψυγείο, μην μπει στον πειρασμό και ψωνίσει πράγματα που θα του χάριζαν λίπος, και τα πράγματα στη δουλειά γίνονταν ζόρικα, οι άλλοι τον έβλεπαν με μισό μάτι, έκοψε τότε κι αυτός το δεκατιανό γιατί ντρεπόταν, ντρεπόταν πολύ για το λίπος που τόσα χρόνια είχε μαζέψει και τώρα το έβλεπε μπροστά του, μπαλόνι που διαρκώς φούσκωνε και από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε ορμητικό πάνω του, ώσπου στο τέλος του μήνα έφθασε η καθορισμένη μέρα της τροφοδοσίας που αντικατέστησε στο μεταξύ τη θλιβερή μισθοδοσία του παρελθόντος, και κάποιοι σχημάτιζαν ουρά μπροστά στα γραφεία της εταιρείας για να πάρουν τρόφιμα που μοίραζε ο Αλέξης Σωτηρίου, κι έτσι όπως τους έβλεπε μες στην πρωινή καταχνιά, τού φαίνονταν νεκροί που άφησαν τα μνήματα αραχνά και διεκδικούσαν τη θέση των ζωντανών, χωρίς μάτια, μόνο ένα μάτσο κόκαλα που λικνίζονταν ξεκούρδιστα με κραυγές ευγνωμοσύνης μόλις έπαιρναν το πακέτο και έτρωγαν με βουλιμία μέχρι και τα ψίχουλα, αλλά τα τρόφιμα δεν έφταναν για όλους και οι τελευταίοι διαμαρτύρονταν, ώσπου ο Μικρός Εγκέφαλος, Ιωάννης Αναγνώστου, βγήκε από το γραφείο, κοίταξε τους εργάτες, γύρισε και τον έδειξε με το δάχτυλο, «Αυτός» είπε, «αυτός φταίει για όλα, και το αναθεματισμένο λίπος του», κι αυτός δεν άντεξε, κοίταξε κατά πάνω, τα πόδια του λύγισαν, άφησε τα κιβώτια που κουβάλαγε στα χέρια και σωριάστηκε καταγής, έκλεισε τα μάτια από συντριβή και ταπείνωση, αναλογίστηκε τους πεινασμένους σκελετούς και ένα κύμα λίπους τον κουκούλωσε μέχρι τον λαιμό, και οι νεκροί καταβρόχθιζαν τις σάρκες του, αχόρταγοι μοίραζαν το κορμί του, έμπηγαν με δύναμη τα νύχια τους κι έλιωναν τα σωθικά του, με απληστία ρούφαγαν το αίμα του, καμπάνες αντηχούσαν και η φωνή του Άνθιμου ξανακούστηκε στεντόρεια μες στην πρωινή αχλή. Αυτό είναι, σκέφτηκε στο τέλος με αγαλλίαση, εγώ είμαι λοιπόν ο Εκλεκτός που θα σώσει την Εταιρεία, που θα σώσει τη Χώρα.