Το κουστούμι

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 05.05.19 ]

Ήτανε μια φορά ένα κουστούμι. Ωραίο ρούχο! Μα την αλήθεια. Καλοραμμένο. Ύφασμα ακριβό. Δροσερό το καλοκαίρι. Το χειμώνα ζεστό. Φίνο. Όνειρο κάθε σώματος. Αλλά (πάντα υπάρχει ένα αλλά κι αν δεν στο πούνε, εσύ που είσαι υποψιασμένος πάντα να το ψάχνεις) το κουστούμι της ιστορίας μας δεν ήταν ένα τυχαίο καλοραμμένο κουστουμάκι. Ήταν Το κουστούμι. Το φορούσες και στην πραγματικότητα αυτό φορούσε εσένα. Σου ρουφούσε μεμιάς ό,τι για σένα ήξερες μέχρι να το φορέσεις. Σε μεταμόρφωνε ευθύς στο σώμα που φορούσε το κουστούμι. Καμάρωνες εσύ σαν γύφτικο σκεπάρνι. Κοιτιόσουν στον καθρέφτη και το χάζευες. Πίστευες πως σου πήγαινε κουτί. Τι εφαρμογή! Τι χάρη! Τι κομψότητα! Τι άνεση! Το χάιδευες ευλαβικά και ούτε που έπαιρνες πρέφα πως με το που το φόραγες γινόσουν ένας άλλος. Κάποιος που μέχρι χτες μισούσες. Κάποιος που δεν μπήκε ποτέ σε αστικό, που δεν στριμώχθηκε, που δεν πατήθηκε, που δεν έχασε ποτέ δύο-τρεις ώρες απ’ τη  μέρα του περιμένοντας σε μια ηλίθια ουρά για ένα κωλόχαρτο ή μια υπογραφή, που δεν ξέρει πόσο κάνει μια φρατζόλα ψωμί, που δεν έχει χρειαστεί ποτέ να αποδείξει πως δεν είναι ελέφαντας (Αν είναι δυνατόν! Με τέτοιο κουστούμι;), που δεν έχει τσαντιστεί να φέρνει γύρες το τετράγωνο για να ‘βρει να παρκάρει ή το ακόμα χειρότερο που δεν έχει φράγκο για βενζίνη και τα παπούτσια του λιωμένα. Κάποιος που ούτε βλέπει ούτε ακούει μα ούτε και να φανταστεί μπορεί πώς είναι να παλεύεις μες στα κύματα μέχρι να βρεις μια ασφαλή στεριά για να θρηνήσεις το νεκρό παιδί σου, πώς είναι να μην έχεις που να γείρεις το κορμί και μια μπουκιά να το χορτάσεις, πώς ν’ αντιστέκεσαι σ’ αυτόν που πάει να σε τσακίσει. Μ’ αυτό το φίνο ρούχο γινόσουνα ευθύς αυτός που κάθεται στις πρώτες σειρές στο θέατρο κι ας έχει μπει και δέκα-είκοσι λεπτά καθυστερημένος, που κάνει τη ζωή των άλλων αριθμό κι αποφασίζει για όλους και για όλα και παίζει με το έχει τους και με το μέλλον των παιδιών τους σαν να συμπλήρωνε  ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ. Και ήξερες πώς αν το έβγαζες το φίνο αυτό το κουστουμάκι θα ‘μενες ένα τίποτα, ένα ολότελα ασήμαντο ανθρωπάκι σαν όλους τους υπόλοιπους που τώρα τους κοιτάς αφ’ υψηλού με το ύφος το ανάλογο του κουστουμιού που σου ‘λαχε να σου φορέσουν.

 Θα είναι που δεν ήσουν σύννεφο. Βλέπεις, κανένα σύννεφο δεν άντεξε ποτέ με παντελόνια. Θα είναι που τα παντελόνια έχουν τσέπες. Τσέπες που για να βαρύνουν χρειάζεται να παραγγείλεις για τα σύννεφα από ένα ξύλινο παλτό… (ναι, Κατερίνα, δίκιο είχες, πάντα εκεί σε σημαδεύουν ή θα σε «πείσουν» να το κάνεις μόνος σου).

                Δεν ήταν, φίλε μου, η Ελένη ένα πουκάμισο αδειανό. Είχε σώμα η Ελένη κι ήταν ωραία. Κι όπου κι αν βρισκόταν είτε στην Τροία είτε στην Αίγυπτο ήταν ωραία. Δεν ήταν το πουκάμισό της.

                Για σένα μόνο το κουστούμι σου θα έχουν να θυμούνται. Κι άλλος θα το φορέσει. Ναι σίγουρα, αυτός που τόσο το επιβουλεύεται. Θα σου το βγάλει και θα το φορέσει και θα γίνει αυτός το σώμα που φοράει το κουστούμι. Μόνο το σώμα κάθε φορά θα αλλάζει. Το όρθιο πτώμα, το σαβανωμένο που θα καμαρώνει. Έτσι γίνεται πάντα. Το κουστούμι θα μένει αναλλοίωτο και άφθαρτο στον χρόνο. Ωραίο ρούχο! Μα την αλήθεια.

                Ήτανε μια(;) φορά ένα κουστούμι. Καμία σχέση, ασφαλώς, με της Ελένης το πουκάμισο, η οποία, έτσι κι αλλιώς, καμία ανάγκη δεν το είχε.