Το κορίτσι λατρεύει τις μανταρινιές

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 01.02.21 ]

Είναι δεμένη μαζί τους με στιγμές ανείπωτης ευτυχίας και κυνηγητού στα δροσερά τους περιβόλια. Όσο πιο μικρά τα μανταρίνια τόσο μεγαλύτερη η χαρά να γεμίζει τις τσέπες της με λιλιπούτεια ολόγιομα φεγγάρια, πιο μυρωδάτα κι από τον παράδεισο. Κάθε παράδεισος που σέβεται τον εαυτό του έχει τον απαγορευμένο του καρπό. Για εκείνην ήταν τα μωρά μανταρίνια. Χωνόταν κρυφά στις πιο σκιερές γωνιές να τα μαζέψει, έκανε μυστικές συμφωνίες με κλαδιά και φύλλα να χαμηλώσουν για να τα φτάσει. Έπειτα τσαλαβουτούσε άτσαλα σε γούρνες με νερό ποτιστικό και κρυβόταν σε ασβεστωμένα πεζούλια να τα μυρίσει, ξετρελαμένη από χαρά. Με κάθε γυρισμό στο σπίτι αποκαλύπτονταν το διαρκές αμάρτημα:

- Πάλι έκοψες μικρά μανταρινάκια από το περιβόλι;

- Ναι, πάλι και πάλι και πάντα. Η ευτυχία μιας τέτοιας αμαρτίας ακόμη την κάνει να χαμογελά.

Τώρα ζωγραφίζει μανταρινιές στους τοίχους του σπιτιού της και είναι ξανά το ίδιο άτακτο κορίτσι που έκλεβε τους μικρούληδες θησαυρούς της Εδέμ. Χορεύει κάτω από τον ίσκιο των δέντρων της και ψάχνει για χρυσές φωλιές κοκκινολαίμηδων στα φυλλώματα τους. Δεν παραλείπει να χαιρετήσει το μωβ, το πράσινο και το πορτοκαλί, τα προπατορικά αμαρτήματα της ψυχής της. Κρατά δικό της ένα μεγάλο μυστικό, τόσο αδιανόητα σημαντικό που για χάρη του αλλάζει η ροή του Κόσμου. Θέλει να το μοιραστεί με κάθε γυναίκα που υπήρξε κορίτσι σαν και κείνη, μα τότε πώς θα 'ναι μυστικό; Γι’ αυτό το ζωγραφίζει με χρώματα και σχήματα των παιδικών της κήπων πιστεύοντας ακράδαντα πως φανερώνεται μόνο σ’ αυτές που πρέπει να το ξέρουν.

Και κάθε φθινόπωρο, όταν αρχίζουν να γεννιούνται τα πρώτα μανταρίνια, σκαρφαλώνει στην πιο ψηλή της σκάλα κι αλλάζει τη χρυσή φωτεινή επιγραφή στην πόρτα του Παραδείσου με μια καινούργια που γράφει: 

Δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ, Όφις κρυμμένος στο περιβόλι. Είστε ελεύθερες.

*Ηλεκτρονική επιμέλεια Νινέτα Πλυτά