Το δικό μου ‘68

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 02.05.18 ]

Ο Μάγειρας

         Τον συνάντησε ξανά εκείνο το πρωινό. Περπατούσε στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, ευθυτενής και πεντακάθαρος, με ένα κάτασπρο φανελάκι, όπως πάντα. Ίσως να ήταν μάγειρας στο επάγγελμα. Σίγουρα θα ήταν μάγειρας, και σε καλό εστιατόριο, μάλλον. Μαζί του περπατούσαν κι άλλοι, άνδρες και γυναίκες, και νέα παιδιά που έκαναν προπόνηση στον παρακείμενο Ναυτικό Όμιλο. Ανάμεσά τους ήταν συνταξιούχοι, καθηγητές, δικηγόροι και δημοσιογράφοι, υπάλληλοι, ή και απλοί άνθρωποι που έβγαζαν τα σκυλιά τους για τον πρωινό περίπατο. Με μια κυρία μάλιστα, μιας κάποιας ηλικίας, είχε αναπτύξει ένα είδος φιλίας, αν και δεν ήξερε καν το όνομά της, επειδή είχε ένα μικρό, μαύρο κοκεράκι που έμοιαζε με το δικό του, που είχε πεθάνει τρεις μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας του.

       Κοιτάζοντας ξανά και ξανά τον τύπο με το κάτασπρο φανελάκι που  περπατούσε στην παραλία, έστυβε το μυαλό του να θυμηθεί πού τον είχε συναντήσει ή με ποιον του έμοιαζε.  Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε το πρόσωπό του: με τον Νίλο. Ο Νίλο ήταν ένας εξαιρετικός μάγειρας, λιγότερο καθαρός από τον δικό του, και είχε ένα μικρό εστιατόριο-παντοπωλείο στην κεντρική πλατεία της Πίζας, την Piazza Garibaldi. Αν και φασίστας (κάτω από τον πάγκο έκρυβε φωτογραφίες του Μουσολίνι και τις έδειχνε με περηφάνια, όταν κανένας νοσταλγός ερχόταν στο μαγαζί), μάζευε στα τραπέζια διάφορους «ανήσυχους», αναρχικούς, αριστερούς και μη, τοπικούς και καμιά φορά και περαστικούς πελάτες. Η κουζίνα του ήταν πολύ καλή και τα κρασιά του σπάνια, από διάφορες περιοχές της Ιταλίας.

Στον Νίλο έτρωγες καλά, αλλά ήταν τσουχτερός στις τιμές. Για τον λόγο αυτό δεν πήγαινε συχνά παρά μόνο όταν έπαιρνε, αναδρομικά, το μισθό του από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,  όπου εργαζόταν ως τεχνικός εργαστηρίου στο Ινστιτούτο της Φυσικής του Πανεπιστημίου. Μόλις έπαιρνε τα χρήματα, πλήρωνε πρώτα το καφενείο, όπου έπινε τον καφέ του το πρωί και τα ψωμάκια με το τυρί και το σαλάμι κάθε μεσημέρι. Στο καφενείο αυτό σύχναζαν εργάτες και τεχνικοί που είχαν απολυθεί από το εργοστάσιο υαλουργίας  Saint Gobain, που είχε κλείσει και είχαν προσληφθεί στο εργαστήριο της Φυσικής.

            Αρκετοί από αυτούς που δούλευαν εκεί, κι εκείνος ανάμεσά τους, είχαν μηνυθεί από την αστυνομία για απόπειρα εμπρησμού της Saint Gobain κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης συμπαράστασης στους απολυμένους. Ίσως αυτή η μήνυση να είχε προκληθεί από ένα πράσινο στρατιωτικό τζάκετ που πάντα φορούσα και το είχα μαζί μου από  την Ελλάδα. Αυτό το τζάκετ είχε κάνει την εμφάνισή του στη Φλωρεντία στις 23 Απρίλη του ’67, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, που αμέσως μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, μόλις πριν από δυο μέρες. Αυτό το πράσινο τζάκετ μου είχε χαρίσει ο θείος μου, αδελφός της μητέρας μου, όταν γύρισε από εκείνο τον παράλογο πόλεμο της Κορέας, 1952-53, που έστησαν οι αμερικάνοι σε απάντηση στον ψυχρό πόλεμο της εποχής εκείνης και που κόστισε αρκετές ζωές.

Είχαν σημειωθεί επεισόδια εκείνες τις ημέρες κι ολόκληρη η πόλη έβραζε. Οι συγκρούσεις ήταν βίαιες και θύμιζαν κάτι άλλες που είχαν γίνει τον περασμένο χρόνο, το 1968, όταν ο υμνητής της χούντας, ο γνωστός Κώστας Πλεύρης, είχε τολμήσει να οργανώσει, μαζί με το φασιστικό κόμμα «Κοινωνικό Ιταλικό Κίνημα», μια εκδήλωση στη Φοιτητική Λέσχη με θέμα: «Η Ελλάδα σήμερα». Για τρεις μέρες φοιτητές, εργάτες, και άλλοι πολίτες, ένωσαν τις δυνάμεις τους και απέτρεψαν την ομιλία του. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ένας νεκρός, ο Τσέζαρε Παρντίνι, 22 χρονών, και να καταστραφεί εντελώς η κεντρική αίθουσα της Φοιτητικής Λέσχης.

 Τελικά, ο τύπος με το άσπρο φανελάκι που περπατούσε στην Νέα Παραλία εκείνο το πρωινό, μπορεί και να μην ήταν μάγειρας. 

 (*) Τον Μάρτιο του 2018, πενήντα χρόνια από ΄68, ο εκδοτικός οίκος του Λιβόρνο Books & Company, με την επιμέλεια της Stefania Fraddanni, δημοσίευσε τον τόμο «IL MIO ’68, Ιστορίες των πρωταγωνιστών στην Πίζα και το Λιβόρνο», όπου καταγράφονται 25 ζωντανές μαρτυρίες εκείνης της περιόδου. Το βιβλίο δεν θέλει να μυθοποιήσει το ΄68 ούτε να το καταδικάσει, αλλά γράφτηκε για να παρουσιάσει, από τους νέους του τότε στους νέους του σήμερα, πώς ζούσαμε, γιατί παλεύαμε, πώς γεννιόταν το πάθος για την πολιτική. Ανάμεσα σ’ αυτές τις μαρτυρίες είναι και το δικό μου κείμενο.