Το δείπνο
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 15.06.21 ]Τον έφερε ασθενοφόρο απ’ το χωριό κι έπειτα ο τραυματιοφορέας με φορείο στο θάλαμο. Ένα γεροντάκι ισχνό και άνευρο, γύρω στο ενάμισι μέτρο ύψος, μια χούφτα κόκκαλα. Με τα γνωστά συμπτώματα. Πυρετός διάρροια, βήχας. Τον τακτοποίησαν τα κορίτσια στο κρεβάτι, δεν ήθελε να βγάλει την πιτζάμα, μια πιτζάμα όλη κι όλη του είχε δώσει η γριά του κι ένα πουκάμισο που φορούσε κατάσαρκα. Ούτε το πουκάμισο σκόπευε να αποχωριστεί από πάνω του. Ένιωθε πως τον έγδυναν, ντρεπόταν κι ανησυχούσε, κοιτούσε γύρω με αγωνία, λογάριαζε καχύποπτα κι ειρωνικά τα βλέμματα. Κάποια στιγμή ησύχασε, «να βγάλουμε το πουκάμισο παππού, να βάλουμε τον ορό, να γίνεις καλά, να πας στο σπίτι». Με το ζόρι να βρουν φλέβα στην ανύπαρκτη σάρκα. Είπε πως είχε δυο παιδιά, όταν τον ρώτησαν, το ένα χρόνια στην Αμερική, το άλλο Θεσσαλονίκη. Ήξεραν για την κατάσταση του, δεν ήξεραν, άγνωστο. Για κινητό τηλέφωνο ούτε λόγος.
Στη νοσηλεία ωστόσο δεν αντιδρούσε. Υπομονετικά δεχόταν τους ορούς, τη μάσκα, τις εισπνοές, τις ενέσεις. Μόνο κοιτούσε απορημένος κι αμήχανος με τα υγρά του μάτια ολόγυρα το άγνωστο τοπίο του θαλάμου. Πάλευε να συνηθίσει το χώρο κι η αλήθεια είναι πως καθώς περνούσε η ώρα φάνηκε να προσαρμόζεται κάπως, να ειρηνεύει. Το βράδυ όμως σήκωνε μπαϊράκι κι αρνούνταν πεισματικά να φάει. Αντίσταση μέχρις εσχάτων. «Τόσα χρόνια τρώω με τη γριά μου το βράδυ, δεν πεινάω, δεν μπορώ εδώ». Με το ζόρι να του δώσει η νοσηλεύτρια λίγες κουταλιές. Και σαν να μην έφτανε αυτή του η άρνηση, τη δεύτερη νύχτα, κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, μάζεψε όσες δυνάμεις του απέμειναν, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, πέταξε τον ορό, τράβηξε τον καθετήρα και βγήκε απ’ το θάλαμο. Τον πρόλαβε ευτυχώς στο ασανσέρ ο σεκιουριτάς, σχεδόν λιπόθυμο. «Γύρνα πίσω παππού, είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις»… Με κόπο τον ξάπλωσαν ξανά στο κρεβάτι.
Από την επόμενη μέρα άρχισε λίγο λίγο να παίρνει την κάτω βόλτα, χειροτέρευε. Και προς το βράδυ βυθίστηκε σε κώμα. Βαθύ κι ατάραχο. Έτρεξαν γιατροί, οι νοσηλευτές, έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά μάταια. Ο παππούς βυθιζόταν όλο και περισσότερο.
Μα δεν φαινόταν να τον πολυνοιάζει. Aν τον κοιτούσες μάλιστα, θα έβλεπες καθαρά στα χείλη και στο πρόσωπο ζωγραφισμένο κάτι σαν χαμόγελο. Φαίνεται πως το δείπνο, που του είχε ετοιμάσει η γριά του, ήταν επιτέλους έτοιμο. Την έβλεπε κιόλας δίπλα του να στρώνει σιωπηλά το τραπέζι. Κι εκείνος σαν ανυπόμονο παιδί, καθισμένος στην καρέκλα του, ετοίμαζε με λαχτάρα την πετσέτα και το κουτάλι του.