Το «απλυταριό» του 1871
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 18.03.21 ]Στις 18 Μαρτίου 1871, ξεκίνησαν εβδομήντα δύο ημέρες μιας πρωτοφανούς επαναστατικής εμπειρίας, η Κομμούνα του Παρισιού, που προσπάθησε να συνδέσει την άμεση δημοκρατία, την κοινωνική επανάσταση και την στρατιωτική εξέγερση. Παρόλο που η Κομμούνα ηττήθηκε και καταπνίγηκε στο αίμα, η μνήμη της παρέμεινε εξαιρετικά ζωντανή.
Ποιοι ήταν οι «κομμουνάροι»; Για τους συντηρητικούς των "Βερσαλλιών" είναι οι «petroleuses», οι γυναίκες, που έβαζαν φωτιές, είναι οι κουρελήδες, οι μεθυσμένοι, οι βρώμικοι, οι άπλυτοι σύμφωνα με τον Feydeau (αυτή είναι η ιστορική αναφορά του χαρακτηρισμού «απλυταριό»).
Για τους αριστερούς, οι «κομμουνάροι» είναι οι απόκληροι, οι ζητιάνοι, οι εργάτες, οι γυναίκες, οι γαβριάδες, οι ποιητές. Ήταν ο Ρεμπό, που θα γράψει: «Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.».
Εδώ μια φωτογραφία του Ρεμπό με τη στολή του κομμουνάρου. Δεν γνωρίζουμε αν η φωτογραφία απεικονίζει όντως τον ποιητή, αλλά είναι βέβαιο ότι ο Ρεμπό ήταν εκεί. Η βασικότερη μαρτυρία για τη συμμετοχή του είναι μία αστυνομική έκθεση της εποχής, όπου αναφέρεται πως ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας». Μία άλλη έκθεση ενός αστυνομικού ονόματι Λομπάρ εστίαζε στον χαρακτήρα και στο ταλέντο του! «Ως ηθική και ως ταλέντο, αυτός ο Ρεμπό, ηλικίας 15 έως 16 ετών, ήταν και είναι μια τερατωδία…»!
Ο ποιητής, μουσικός και μπλόγκερ Aidan Andrew Dun, κάνοντας έρευνα στο Λονδίνο σχετικά με τον επαναστατημένο και εξόριστο κύκλο νεαρών Γάλλων του 19ου αιώνα, έπεσε σε δύο εντελώς άγνωστες φωτογραφίες, βγαλμένες στην Place Vendôme, ακριβώς την περίοδο της πιο βίαιης εξέγερσης. Μεγεθύνοντας τις πλάκες, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη: ο έφηβος Αρτύρ Ρεμπό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί. Στις δύο φωτογραφίες που έχει τραβήξει ο Bruno Braquehais εμφανίζεται με ανάλογη περιβολή και τουφέκι ανά χείρας ανάμεσα σε επαναστάτες, αποδεικνύοντας ότι συμμετείχε ενεργά στην παρισινή Κομμούνα. Κι ενώ όλοι όσοι τον πλαισιώνουν χαμογελούν στον φακό, είναι ο μόνος που δεν το κάνει. Αντιθέτως, έχοντας τα χείλη του ερμητικά κλειστά, επιβεβαιώνει τη μορφή του όπως τον γνωρίζουμε από τη διάσημη και μοναδική νεανική φωτογραφία του με το κορδόνι αντί του παπιγιόν.
Κατά τον Dun δεν χωράει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον Ρεμπό, τον «ποιητή της εξέγερσης», όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμί. Ο Ρεμπό είναι εδώ, επιμένοντας να λογχίζει τον καιρό και επιχειρώντας να γκρεμίσει τον Παρνασσό. Ορμάει με το μεθυσμένο καράβι του εναντίον των “νηφάλιων” αξιών και με το «Παρισινό όργιο» εναντίον των εμπόρων και των τραπεζιτών. Με τις «εκλάμψεις» του σαν petroleuse βάζει φωτιά στα θεμέλια της κατεστημένης πνευματικής τάξης, διακηρύσσοντας ότι «ο έρωτας πρέπει να εφευρεθεί ξανά». Ύστερα αυτοεξορίζεται, σαν τους αρχαίους νομοθέτες, πριν τον ξεράσει «η πουτάνα, το Παρίσι».