Το αίμα του ανθρώπου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 23.04.19 ]

           Ξύπνησε μες στα αίματα. Όχι δικά του. Σκεπασμένος πτώματα. Στον πρώτο πυροβολισμό είχε λιποθυμήσει. Αυτό τον έσωσε. Ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτα απ' το μακελειό.

            Τους σκότωσαν. Όλους. Τους παράτησαν θερισμένα στάχυα στη χωραφιά. Αυτός λιποθύμησε. Τον πλάκωσαν οι άλλοι. Σώθηκε.

            Τον ξύπνησε μια κοπέλα. Θρηνούσε τους σκοτωμένους. Μάτια αγριεμένα. Τραβούσε μανιασμένη τα μαλλιά της. Την τρόμαξε, όπως σηκώθηκε ματωμένος.

            -Ψωμί. Δώσ’ μου ψωμί.

            Τον πήρε στο καλύβι της. Έβγαλε ψωμί, γάλα, τυρί χλωρό.

            Τ’άρπαξε. Έτρωγε λαίμαργα. Μπούκωνε το στόμα ψωμοτύρι. Ρουφούσε γάλα. Χυνόταν πάνω του. Ανακατευόταν με το αίμα των εκτελεσμένων.

            Καταβρόχθιζε αχόρταγα ψωμί, το σώμα του Χριστού, μπούκωνε το μέσα του να σβήσει η γεύση απ’ το αίμα του ανθρώπου.

            Στον τόπο της εκτέλεσης έστησαν μνημείο. Καταθέτουν στεφάνια κάθε χρόνο. Εκείνος τρώει.