Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.03.21 ]Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα, ένα κορίτσι έφτυσε αίμα. Το αίμα του. Κι εγώ δεν το πήρα για να γράψω ένα ποίημα. Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα οι μπάτσοι έβρισαν αυτό το κορίτσι, το απείλησαν με βιασμό, το είπαν πουτάνα. Κι εγώ δεν πήρα την απειλή, τις βρισιές και τη λέξη πουτάνα για να γράψω ένα ποίημα.
Αυτή την ημέρα που δεν έγραψα αυτό το ποίημα, ολόκληρος ο στρατός μια ανελέητης εξουσίας είπε ψέματα για τα παιδιά μας. Κρέμασαν τα παιδιά μας στις άκρες των χειλιών τους. Κρέμασαν το γέλιο των παιδιών στις άκρες των χειλιών τους μαζί με τα φίδια. Αυτό γίνεται όταν δεν γράφεις ένα ποίημα, για τα παιδιά σου, τη στιγμή που τα κρεμούν στην άκρη των χειλιών τους.
Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα ήταν η μέρα που ένας μπάτσος μπήκε στο σπίτι μου, άρπαξε το παιδί μου από το όνειρο, το χαστούκισε και το έσυρε αρπάζοντάς το από όνειρο. Το έσυρε ουρλιάζοντας και ξεγυμνώνοντας το όνειρο, χτυπώντας το παιδί μου, μπροστά στο δικαστήριο μιας δίκης χωρίς ακροατήριο δικαίου.
Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα, το παιδί μου βιάστηκε από τον φόβο, το παιδί μου βιάστηκε από το ψέμα, το παιδί μου βιάστηκε με ορδές από μοτοσικλετιστές που πέρασαν από πάνω του, αυτή την ημέρα που δεν έγραψα ένα καταραμένο ποίημα. Ένα ποίημα να φτύνει αυτούς που φτύνουν το παιδί μου. Ένα ποίημα να φτύνει εκείνους που τρέχουν σάλια από τα μάτια τους όταν κοιτάζουν την άκρη από την ανάσα των Δυνατών.
Λυπάμαι και οργίζομαι γι’ αυτό το ποίημα που δεν έγραψα και το πήραν και το γύμνασαν σε μια σιωπή αλλόκοτη. Και το έκαναν φιλανθρωπία και το έκαναν ελεημοσύνη.
Γιατί τα ποιήματα που δεν γράφουμε τα αρπάζουν, σπάζουν τις λέξεις τους και τα βγάζουν ρακένδυτα και θλιβερά να ζητιανεύουν φόβους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση για τα ποιήματα που ενώ θα μπορούσαν να είναι δικά μας, τα βλέπουμε καθώς ζητιανεύουν ψέματα για να ζήσουν.
Την ημέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα, κάθε μέρα που δεν έγραψα ένα ποίημα, κάθε μέρα που ένα ποίημα δεν γράφεται, γίνεται καταστροφή. Όταν δεν γράφεις ένα ποίημα είναι επειδή ορμάνε και σου παίρνουν τις λέξεις από το στόμα. Ορμάνε και σου παίρνουν τις λέξεις από τα χέρια. Και τότε το κορμί σου, με όλη την ομιλία, με όλη την πρόθεση σύμπαντος λόγου, σταματάει εκεί. Τίποτε άλλο. Το σύμπαν δεν αρχίζει ποτέ.
Και λίγο πιο έξω από αυτό το ακίνητο σύμπαν ένα κορίτσι φτύνει αίμα, ένα κορίτσι απειλείται, ένα κορίτσι καθυβρίζεται μέχρι τα μύχια της ψυχής του, ένα κορίτσι παύει.
Απλώς επειδή ένα ποίημα δεν γράφτηκε την στιγμή που άξιζε να γίνει ποίημα. Ακριβώς την ημέρα που δεν άξιζα να γράψω αυτό το ποίημα.
Λυπάμαι και οργίζομαι γι’ αυτό. Τουλάχιστον ας προλάβω κάποια επόμενα ποιήματα.