Τη λένε Λιούμπα

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 27.11.17 ]

   Τη λένε  Λιούμπα, έχει κατέβει από μια χώρα μακρινή και παγωμένη, έχει ξανθά μαλλιά,  πρόωρα γκριζαρισμένα. Τα μαλλιά της μυρίζουν χειμώνα, μυρίζουν χιόνι και δάσος. Τα μάτια της  γαλάζια, θολά, ξεπλυμένα από τις βροχές του φθινοπώρου, λίγο θλιμμένα, λίγο στοχαστικά  και μια φωνή βραχνή, στα όρια του λυγμού. Κατοικεί στην όχθη της πίκρας που χωρίζει τους αδικημένους από τους προνομιούχους.

   Στην πατρίδα έχει μια μάνα ανήμπορη, ένα γιο αλκοολικό, έναν άντρα άνεργο. Σχεδόν έχει ξεχάσει τα πρόσωπά τους. Η λήθη τα παρασύρει μακριά, σαν ξερά φύλλα. Η ζωή μόνο ψίχουλα τής είχε δώσει κι αυτή ήθελε ολόκληρο το καρβέλι ή έστω μια χοντρή φέτα του. Λαθρεπιβάτης κι η ίδια της ζωής, μαθαίνει κρυφά αγγλικά ή και γερμανικά, να φύγει για το Βορρά. Τις νύχτες ονειρεύεται την πατρίδα κι είναι ατέλειωτη η νύχτα, γεμάτη μοναχικούς εφιάλτες.

  Το σπίτι μια φυλακή κι ο κόσμος απέξω πεδίο μάχης. Πίσω απ' το σπάνιο χαμόγελο του κόσμου κρύβονταν σουβλερά δόντια. Στο γκρίζο πέπλο του σούρουπου ξεμυτίζει, τυλιγμένη στο σκοτεινό και παγερό σύμπαν της. Κρατάει το κλειδί σαν μια μικρή λόγχη, συγκεντρωμένη κι αφοσιωμένη. Φθινόπωρο βαρύ, κρύο κι η επίγνωση ότι η άνοιξη είναι μακριά, οι στάλες της βροχής, σαν μικρά μαργαριτάρια, μπλέκονται με τα δάκρυά της, το αίμα της ψυχής της.

   Το φεγγάρι μια λεπτή ασημένια φέτα στον ουρανό. Ο αέρας απαλός σαν βελούδο, αναζωογονητικός. Τριγυρνά στους δρόμους, όταν η πόλη βουβαίνεται και το αστραφτερό σκοτάδι κατακτά τα πάντα. Όλα τυλιγμένα σε ακίνητο και ασάλευτο λήθαργο, τα σκληρά σαν πέτρα βλέμματα της μέρας δεν την πληγώνουν πια. Απόλυτη  σιωπή,  όπως σε ξαγρύπνια νεκρού, εδώ νιώθει οικειότητα και αποξένωση μαζί.

   Στη βραδινή ψύχρα τρέμει βαθιά μέσα της. Το σάλιο της πετρώνει στο στόμα. Αργότερα επιστρέφει με ένα όνειρο στις φτενές της τσέπες, κάθε βράδυ το ίδιο, το χαϊδεύει, το κανακεύει, την κρατά ζεστή τα ατέλειωτα άδεια βράδια. Είχε να κάνει με κείνο το σκοτεινό πράγμα εκεί έξω στον κόσμο και πώς εσύ το έπαιρνες και το έφερνες μέσα, πώς το έκανες δικό σου.

    Κοιμάται μ' αυτό κάτω απ' το μαξιλάρι της.