Τελεία, κόμμα, άνω τελεία…

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 26.01.17 ]

        «Τα σημεία της στίξης καθορίζονται στο χειρόγραφο τόσο προσεκτικά, που δεν υπάρχει ούτε ένα κόμμα που δεν σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα άπειρες φορές», γράφει ο Τζιάκομο Λεοπάρντι στις 5 Δεκεμβρίου του 1823 στον φίλο του Μπριγκέντι σχετικά με τη διόρθωση των δοκιμίων των ποιημάτων του.

        Τα σημεία στίξης, που έχουν και έναν ρόλο μέτρου στον πεζό λόγο, δεν είναι σημαντικά στην ποιητική γραφή. Γενικά, η αφήγηση στην ρυθμική πρόζα δεν είναι ιδιαίτερα επιθυμητή: εξαίρεση αποτελούν μερικά μυθιστορήματα εξ ολοκλήρου «ρυθμικά».

        Συνήθως, η τελεία χρησιμεύει στο να κλίσει μια περίοδο και να ξεχωρίσει μια φράση από μια άλλη: όπου κάθε φράση που περιέχεται ανάμεσα σε δυο τελείες, πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη έννοια. Χρησιμοποιημένη συχνά, χρησιμεύει ώστε να αποφεύγονται μεγάλες περίοδοι, ειδικά εκείνες που συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους και κουράζουν τον αναγνώστη. Όπου χρειάζεται, κόβουμε τις μεγάλες φράσεις και βάζουμε κατά περίπτωση τελεία.

        Το κόμμα, λιγότερο ή περισσότερο τακτικά, σημειώνει, ασθενέστερα από την τελεία, τις παύσεις ανάμεσα στις λέξεις ή στις ομάδες λέξεων, ανάμεσα στις περιόδους ή τις φράσεις. Η συχνή χρήση του εξαρτάται από το ύφος ενός συγγραφέα. Υπάρχουν εκείνοι που κομματιάζουν το κείμενο με καταιγίδες κομμάτων (Μπέκετ) και άλλοι που προτιμούν να καταργούν τα κόμματα.

        Η άνω τελεία ενδυναμώνει τη λειτουργία του κόμματος και ελαφρύνει εκείνη της τελείας. Χρησιμοποιείται για να διαιρεί προτάσεις σε συνοχή μεταξύ τους, με το ίδιο νόημα και είδος. Σημείο μάλλον ραφινάτο, παρά τραχύ. Χρησιμοποιημένο και κατανοητό από ελάχιστους, και γι’ αυτό σε σταδιακή κατάργηση, χρησιμεύει στο να συλλαμβάνει ειδικές διαβαθμίσεις και λεπτές πτυχές του γραπτού λόγου. 

        Η άνω-κάτω τελεία εισάγει μια αρίθμηση, μια ανάλυση ή έναν άμεσο λόγο. Επίσης αναγγέλλει μια θέση, μια επεξήγηση ή μια παρουσίαση.

Τα απλά εισαγωγικά δίνουν έμφαση σε μια λέξη που θα θέλαμε να της δώσουμε μια ξεχωριστή σημασία.

Αν η αδιαμφισβήτητη χρήση του ερωτηματικού (μια ερώτηση) δεν είναι διακριτική, το θαυμαστικό είναι ενοχλητικά εμφατικό.

Τα αποσιωπητικά, που χρησιμοποιούνται για να αποκλείονται   οι περιττές λέξεις, καμιά φορά έχουν κάτι το ασαφές: λένε και δεν λένε, κάνουν κατανοητό το νόημα αλλά δεν εξηγούν, αφήνοντας στον αναγνώστη ναερμηνεύσει τη φράση. Επίσης υπαινίσσονται ένα συναίσθημα προσμονής, ή εισάγουν μια ατάκα: «Εκείνον τον πολιτικό ευχαρίστως θα τον έστελνα…». Πιο τεχνικά, ανάμεσα σε αγκύλες παρουσιάζοντας ένα παράθεμα, υποδεικνύουν ότι έχουν παραληφθεί ορισμένες λέξεις ή φράσεις.

Οι παρενθέσεις ξεχωρίζουν μια φράση από το σώμα της παραγράφου αναδεικνύοντας τον συμπληρωματικό και οπωσδήποτε αυτόνομο ρόλο της σε σχέση με το κείμενο, μια φόρμα γραφής που οργανώνει τη γλώσσα: με τα ονόματα, τα ρήματα, τα επίθετα, κλπ. που εκφράζουν ένα περιεχόμενο.

Επειδή τα σημεία στίξης, εκτός από την μαρτυρία της σκέψης εκείνου που γράφει, όπως το νεύρο του κειμένου, είναι επίσης «γραπτή φωνή» ή ήχος, το κόμμα είναι μουσικός σφυγμός ή ένας  απαλός στεναγμός, η άνω τελεία μια αιωρούμενη ανάσα, η άνω-κάτω τελεία μια συγκρατημένη αναπνοή, το ερωτηματικό εισπνοή, το θαυμαστικό εκπνοή, τα αποσιωπητικά πνοή, η τελεία σιωπή.

 

* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ