Τα παπούτσια του Λάζαρου

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 11.04.20 ]

     Του Λαζάρου σήμερα. Ωραίος καιρός. Βγαίνω στον ακάλυπτο με τις λεμονιές, τις ροδιές, τον τεράστιο ευκάλυπτο. Γύρω οι πολυκατοικίες σιωπηλές. Τραβηγμένα, κλειστά παράθυρα και παντζούρια. Φως και ησυχία. Όχι σιωπή, ησυχία. Τόσο φως και πάει χαμένο. Μυρίζει φόβο αυτό το φως. Και κάτι ακόμα απροσδιόριστο. Πότε νομίζεις ότι είναι αρρώστια, πότε απελπισία, τίποτε όμως ευκρινές. Σαν την αδιευκρίνιστη απώλεια όταν νομίζεις ότι λείπουν τα πάντα ή ότι εσύ λείπεις από τα πάντα. Και το φως κοντά στο μεσημέρι ανελέητο. Την σκορπίζει σπάταλα την ομορφιά αφού κανείς δεν βγαίνει να την αρπάξει.  

Ναι, αυτό που λείπει είναι μάλλον η απελπισία. Αυτή η άρρωστη έλλειψη απελπισίας που σε ωθεί προς το θαύμα. Η απελπισία που σε κάνει να νιώσεις το φως που λείπει μέχρι το μεδούλι, όπως όταν λείπει το πένθος από την χαρά. Τόσο βαθιά και τόσο οδυνηρά ώστε να θελήσεις να πεταχτείς έξω. Έξω από τον εαυτό σου, έξω από τα όρια. Να μεγαλώσεις κι άλλο για να χωρέσεις αυτό το φως και μαζί όλα όσα χωράει το φως. Σα  να συμβαίνει ένα θαύμα κι εσύ να λείπεις. Φαίνεται πως όταν συμβαίνουν τα θαύματα πάντοτε λείπουμε. Ίσως πάλι το τόσο φως να είναι το θαύμα, αλλά είναι τόσο αστραφτερό που δεν το καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό δεν έχει χαρά, άρα ούτε και πένθος. Και τι να το κάνεις ένα θαύμα χωρίς χαρά; Ούτε στη λύπη δεν μπορείς να το χαρίσεις ένα τέτοιο  φως. Σχεδόν ούτε στο πένθος δηλαδή, γιατί ούτε το πένθος θέλει ένα τέτοιο άηχο φως, μια τέτοια ομορφιά που δεν είναι αρκετά απελπισμένη από το ανεπίδοτο.

Ωραίος καιρός, αλλά το θαύμα δεν επωάζεται. Κλειστά παράθυρα γύρω, τριγύρω. Μια άρρωστη ευπείθεια που δαγκώνει την ουρά της. Παρατημένος, πεταμένος φόβος…

Να, σαν αυτό το πεταμένο ζευγάρι παπούτσια στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Γωνιακό διαμέρισμα, γυμνό μπαλκόνι, κάγκελα και τσιμέντο, κλειστά παντζούρια. Κι ένα ζευγάρι πεταμένα παπούτσια, περίπου σε ορθή γωνία. Πατημένα από πολλές οδοιπορίες. Ανδρικά.

Αντιλαμβάνομαι, ότι δε έχω δει κανέναν σ’ αυτό το μπαλκόνι. Κάποτε τα παντζούρια είναι ανοιχτά, αλλά τον περισσότερο καιρό είναι τραβηγμένα. Ποιος ζει τον περισσότερο καιρό στο σκοτάδι; Ποιος λείπει γιατί όλο περιπατάει και βγάζει κρυφά τα κουρασμένα του παπούτσια στο μπαλκόνι; Και γύρω το φως. Μόνο που τώρα αρχίζω να ξεχωρίζω τις μυρωδιές του. Και προπαντός τη μυρωδιά του φόβου και τη μυρωδιά της απελπισίας.

Συνειδητοποιώ ότι τα παπούτσια είναι μέρες πεταμένα εκεί. Ένα ζευγάρι πεταμένα παπούτσια που κάνουν το μπαλκόνι να γίνεται το πιο άδειο μπαλκόνι που είδα ποτέ. Τώρα δεν υπάρχει μονάχα φως, τώρα αρχίζει σιγά σιγά να σχηματίζεται ο χώρος του κενού. Αυτό ο απέραντος χώρος που χρειάζεται το φως για να χωρέσει. Αυτή η ευρύχωρη λύπη, η ευρύχωρη απελπισία με τρίλιες πουλιών, αυτή η ευρύχωρη σαγήνη της απουσίας που είναι θάλπος και παρηγορία.

Δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα παπούτσια που βλέπω. Είναι μαύρα. Δεν είναι όμορφα, ούτε άσχημα. Είναι απλώς μαύρα. Μπορεί από τα μαύρα χιλιόμετρα που περπάτησαν. Μπορεί και να ήταν μαύρα τα χρόνια τους. Μπορεί και να είναι πολύ απελπισμένος αυτός που τα φοράει. Γι’ αυτό τα πέταξε. Για να διώξει την απελπισία. Να την ρίξει στο κενό, να την καταπιεί το χάος, το άδειο μπαλκόνι, το άδειο φως.

Σκέφτομαι ότι αν ο Λάζαρος φορούσε παπούτσια, αυτά τα παπούτσια θα ήταν. Βγήκε για μια στιγμή, τα πέταξε και ξαναμπήκε μέσα γιατί δεν νοιάζεται για θαύματα και τέτοια.  

Μέσα στο κλειστό διαμέρισμα, κατοικεί ο Λάζαρος, το βλέπω καθαρά. Κι απέξω το φως μυρίζει, τώρα πια, απελπισία. Άρα υπάρχει ελπίδα.