Τάξιμο
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 21.08.17 ]
Χρόνια μόνη, ο άνδρας της καπετάνιος σε γκαζάδικο, εικοσιεφτά χρόνια αδειανό το κρεβάτι της, μόνο σκόρπια σμιξίματα και συχνούς αποχωρισμούς, ώσπου πνίγηκε στο μεγάλο ναυάγιο έξω από τις Αζόρες.
Και το παιδί μόνη το μεγάλωσε, τώρα εκείνος φευγάτος για σπουδές κάπου στο Βορρά, σπουδές μακροχρόνιες, δεν έχει καιρό για τη μάνα του, η ζωή και η καριέρα σου πάνω απ’ όλα, έτσι του είπαν όλοι.
Έξι χρόνια έχει να τον δει, σε αεροπλάνο εκείνη δε μπαίνει, τάξε μου πριν πεθάνω να σε δω, του είπε πριν φύγει. Μάνα, τι λόγια είναι αυτά, τη μαλώνει, στην ανάγκη σου θα ‘ρθω οπωσδήποτε.
Η μάνα, στερημένη από προσδοκίες, πηγαίνει συχνά στο αεροδρόμιο, παρακολουθεί το πήγαινε έλα, μετράει αναχωρήσεις και αφίξεις. Εκεί πετρώνει το σάλιο της στο στόμα, στο λαιμό της χρόνια μοναξιάς, η πίκρα ξεχύνεται απ’ τα μάτια της, κατηφορίζει στα χέρια της, φτάνει μέχρι των ποδιών τα δάκτυλα κι εξατμίζεται ψηλά.
Αυτό το καλοκαίρι ο γιος γυρίζει να την εκπλήξει απροετοίμαστη, έχει μαζί του και μια ξανθιά με σπασμένα ελληνικά, μετανάστρια δεύτερης γενιάς. Το χειμώνα θα παντρευτούνε.
Βράδιαζε. Το κηπάκι –το καμάρι της μάνας του- χορταριασμένο, η πόρτα κλειδωμένη. Πάνε δυο βδομάδες που τη θάψαμε, τον κουβεντιάζει μια γειτόνισσα. Δεν ξέραμε ποιον να ειδοποιήσουμε.
Ψηλά ένα σπασμένο κίτρινο φεγγάρι άφησε κρυφά ένα δάκρυ…