Σκαλί σαν εφαλτήριο
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 04.06.23 ]Πρόσεχε πάντα το πρώτο σκαλί, ειδικά όταν κατέβαινε. Ζύγιζε προσεκτικά το πόδι, υπολόγιζε με ακρίβεια το βάρος, προσήλωνε το βλέμμα και μόνο τότε πατούσε με σιγουριά. Ύστερα προχωρούσε κανονικά, ανάλαφρα με το ξεχωριστό της βάδισμα και με αυτήν την χαριτωμένη προωθητική κίνηση που το χαρακτήριζε, ανέβαινε την σκάλα, έφτανε στην είσοδο, προσγειωνόταν στο γραφείο της. Όλοι αγνοούσαν αυτή της την αδυναμία. Αυτόν το φόβο της για το σκαλί στο κατέβασμα. Εργαζόταν ασταμάτητα. Ήταν ικανή και αποτελεσματική, μια πολεμίστρια, που διεκπεραίωνε τα πάντα με ακρίβεια και σιγουριά. Χαιρόταν για αυτό, το απολάμβανε, ένιωθε πρωταγωνίστρια θεατρικής παράστασης, στης ζωής το σανίδι. Δεν ήταν λίγο, ήταν μια επιτυχία. Τίποτα δεν της χαρίστηκε. Το κέρδισε.
Αυτός όμως ο άγνωστος φόβος, που αγνοούσε από ποιο ασυνείδητο βάθος ψυχής προερχόταν, αυτός ο φόβος του πρώτου σκαλιού, όταν έπρεπε να κατέβει την τυραννούσε, της έκοβε τον αέρα, δεν τον ήθελε, τον σιχαινόταν. Η σκάλα αυτή που στεκόταν εμπόδιο μπροστά της, η σκάλα αυτή χλεύαζε την επιτυχία της, ειρωνευόταν της αυτοπεποίθησή της, πάγωνε το γέλιο της, της σιγοψιθύριζε συνεχώς «τώρα θα πέσεις». Δεν την άντεχε αυτή την ήττα ο εαυτός της, ο εγωισμός της, δεν την ανεχόταν. Εκείνη, που αγωνιζόταν, που απορροφούσε κραδασμούς, που κέρδιζε τους πάντες με ένα χαμόγελο, που στήριζε φίλους, οικογένεια, σύντροφο, γονείς, συνεργάτες, να τρέμει τώρα το πρώτο σκαλί. Κι ο φόβος διαρκώς να μεγαλώνει, να γίνεται εφιάλτης, να την κρατάει ξάγρυπνη, ιδρωμένη τα βράδια, έτοιμη να κατρακυλήσει μπροστά σ’ αυτή τη σκάλα της αβύσσου.
Το μεσημέρι έφυγε αργά. Τακτοποίησε κάμποσες φορές τα χαρτιά της, όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί εκείνος ο φόβος της σκάλας είχε πια μέσα της διογκωθεί υπερβολικά. Αν ήταν δυνατόν να μείνει εκεί σήμερα, να ξενυχτήσει, να μην την κατέβει αυτή τη σκάλα. Ήταν μόνη. Όχι μόνο εκείνη την ώρα στο γραφείο. Σαν εξόριστη. Ποιος αληθινά την ήξερε; Ποιος ποτέ με προσοχή την άκουσε; Ποιος είδε ποτέ μέσα της; Και σε ποιον, σε ποιον να εκμυστηρευτεί αυτόν τον πρωτόγονο φόβο; Την έπιασε μικρός πανικός. Ο πανικός της συντριβής. Την έλουσε ιδρώτας κρύος. Βγήκε γρήγορα έξω να ανασάνει. Αποφάσισε να φύγει. Στη σκάλα ζαλίστηκε. Πιάστηκε από την κουπαστή γερά κι άρχισε να κατεβαίνει αργά, βασανιστικά, προσεκτικά, παραπατώντας...Έφτασε στο αυτοκίνητο με κόπο, αλλά ο πανικός την είχε σχεδόν γονατίσει. Της ήταν αδύνατον ακόμα και να ανοίξει την πόρτα. Έβγαλε με κόπο το κλειδί.
Ασυναίσθητα έπεσε το μάτι της στον γυαλοκαθαριστήρα. Κοίταξε προσεκτικότερα και είδε περασμένο πάνω του ένα κλωνάρι γιασεμί. Φρέσκο, ολάνθιστο, μυρωδάτο. Στάθηκε στα πόδια της, το πήρε τρυφερά στο χέρι, το χάιδεψε με θέρμη, όπως η μάνα το μωρό. Κοίταξε γύρω της, δεν είδε κανέναν. Ερημιά απόλυτη, σιγή μεσημεριανή στο δρόμο. Πώς εμφανίστηκε κι από πού αυτή η ανθισμένη παρηγοριά δίπλα της...
Κοίταξε ενστικτωδώς προς τα πάνω, ψηλά στον ουρανό. Τι παράξενο, αλλά συμβαίνει, ο άνθρωπος όταν δεν βρίσκει τίποτα γύρω του να κοιτά προς τα πάνω. Έμεινε εμβρόντητη. Ξαφνιάστηκε.
Με φτερά και με στολή κηπουρού, στο ξάστερο στερέωμα, ένας άγγελος της χαμογελούσε. Δεν πίστευε σε αγγέλους και νεράιδες, σε παραμύθια για αλαφροΐσκιωτες. Αλλά εδώ δεν έκανε λάθος. Από τον κήπο του ουρανού, ένας άγγελος ήταν, που είχε για αυτήν αφήσει ένα κλωνάρι γιασεμί. Έφυγε η ζάλη. Κι ο φόβος. Και τόνιωσε πως θα φεύγαν για πάντα αυτά τα πουλιά της δυστυχίας, που την ξεκούφαιναν. Και χωρίς να ξέρει γιατί και πώς την έπιασε ξαφνικά μια λαχτάρα, μια έλξη ακατανίκητη, μια βαθιά ενόρμηση από το βάθος του είναι της να σηκωθεί, να πετάξει, να πατήσει στο αναθεματισμένο το σκαλί και να ανοιχτεί με φόρα στον γαλάζιο ορίζοντα, μέσα στα φτερά εκείνου του αγγέλου για πάντα να χωθεί, εκεί να μείνει, να φωλιάσει, να ησυχάσει, να αναληφθεί.