Σύγγρια

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 18.08.20 ]

στον Πάνο Θ.

 Στα δεκατέσσερα την έφερε με το ζόρι στον πέτρινο πύργο του, με τους έξι ορόφους, τα δέκα δωμάτια, τα κελάρια και τους στάβλους. Τη μελαχρινή νεράιδα των νερών που μια νύχτα ένας ψαράς τη βρήκε να λούζεται στα βαθιά και την έπιασε στα δίχτυα του. Σαραντάρης αυτός. Ομορφάντρας. Με τρία θηλυκά φτυστά ο πατέρας τους. Αυτός τον γιο λαχταρούσε ν’ αναστήσει τη γενιά του. «Γιε μου» του έλεγε η μάνα του, «βιάσου, προτού αποθάνει ο γέρος σου για να ’χεις την ευχή του». Κι η γυναίκα του από κοντά, «γκάστρωσε το δουλικό, να δούμε άσπρη μέρα, γκάστρωσε το δουλικό και σκλάβα μου να γένει». Κι αυτός σύγγρια και συγκόρμισσα έμπασε την Αριστέα και του ’κανε τον γιο. Τον λεβέντη. Τον αντάρτη τον Λευτέρη που ολημερίς είχε το σύννεφο για φαρί, ψάχνοντας τη μάνα του να βρει που χάθηκε, λέγανε όλοι στο χωριό, στη γέννα κι από τότε ανθρώπου μάτι δεν την ξανάδε πια. «Χίλιες φορές νεκρή», ούρλιαξε η λεχώνα, «παρά σκλάβα σας να ζω, για να γιατρεύω τη χαμένη σας τιμή, σε μια ξένη γη».

Γι’ αυτό και σήμερα ακόμη, όταν κάνει ξαστεριά στου Κότρωνα τη Χαλικιά, και στήσεις αυτί πέρα στα μαύρα τα νερά, μπορεί και ν’ ακούσεις, αν έχεις καθαρή ψυχή, τον άνεμο να φυσά το μοιρολόι του στο αψηλό κατάρτι ενός άφαντου καραβιού.