Στα σύνορα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας, Τρικάλων, κάτω από αλπικά τοπία και αιχμηρές κορυφές, πάνω από ελατοδάση και πλάι σε πλατανοσκέπαστα φαράγγια, δυο πέτρινα κοσμήματα, το Συρράκο κι οι Καλαρρύτες, αστράφτουν θαρραλέα στα 1.150 μ. υψόμετρο. Αλήθεια, πόσο «ψηλά» μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος;
Δεν το εύχεσαι αλλά ο δρόμος είναι τελικά μακρύς. Γεμάτος νεροφαγώματα, κατολισθήσεις, αλλεπάλληλες απότομες στροφές, ίσως και πάγο. Ας είναι... Δεν κίνησες τυχαία να έρθεις ως εδώ... Τα Τζουμέρκα, η Κακαρδίτσα, το Περιστέρι, τα επιβλητικότερα βουνά της Ελλάδας τμήμα του ορεινού συμπλέγματος νότιας Πίνδου, στέκονται σαν θεϊκοί γίγαντες από πάνω σου και σε καθηλώνουν. Οι βαθιές χαράδρες που χάσκουν πλάι στον δρόμο κόβουν την ανάσα και ο ήχος των νερών που ξεχύνονται από παντού και ρέουν προς τον Άραχθο, σε συντροφεύει αδιάκοπα.
Μέσα σε αυτό το υπερθέαμα που σε κάνει να χάνεις τα λογικά σου, την ώρα που δεν περιμένεις τίποτε πιο γοητευτικό να δεις, δεν ελπίζεις σε τίποτα ομορφότερο, εμφανίζεται το Συρράκο, γαντζωμένο στην πλαγιά, ανάμεσα στην χαράδρα του Χρούσια (παραποτάμου του Καλαρρύτικου) και τη Βάλια Μάρε, στιβαρό, γοητευτικό, για να σε μαγέψει για πάντα. Λίγο πιο δίπλα οι Καλαρρύτες, απλωμένοι πιο άνετα στην πλαγιά αστράφτουν κι αυτοί και αντανακλούν... πέτρα.
Δεν είναι τυχαίο που θεωρούνται (και είναι!) τα ομορφότερα χωριά της Ελλάδας. Πέτρινα γεφύρια, πέτρινα σπίτια με στέγες από πλάκες σχιστόλιθου, καλντερίμια, βρύσες, νερόμυλοι, γεφύρια, όλα σοφά μελετημένα: οι παλιοί Ηπειρώτες εξάντλησαν το ταλέντο τους και οι Αλβανοί πετράδες ανέλαβαν να το αναστήσουν.
Ας είναι καλά οι Βλάχοι κάτοικοί τους και η μνημειώδης αγάπη τους αλλά και η αναπόφευκτη στροφή προς τον τουρισμό, στον οποίο όμως δεν παραδίδονται. Αυτό, καλό είναι να το θυμάσαι -ετούτοι οι Βλάχοι δεν θυσιάζουν την ομορφιά των χωριών τους για κανέναν τουρίστα! Δεν στήνουν πολυτελές σκηνικό για ευρεία κατανάλωση, προσφέρουν προορισμό για πραγματικούς ταξιδευτές.
Συρράκο και Καλαρρύτες κτίστηκαν καθώς θεωρείται μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα από Βλάχους ποιμένες. Έχοντας εξασφαλίσει ειδικά προνόμια και την προστασία της Βαλιδέ σουλτάνας και χάρη στο φημισμένο εμπορικό τους δαιμόνιο, άρχισαν να αλωνίζουν την Ευρώπη διακινώντας τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα αλλά και ιδιαίτερα εμπορεύματα στην κατασκευή των οποίων είχαν σταδιακά εξειδικευτεί.
Οι μεν Συρρακιώτες στις περίφημες αδιάβροχες βλάχικες κάπες που περηφανεύονται ότι έντυσαν ακόμη και τους άντρες του Ναπολέοντα, οι δε Καλαρρυτινοί στην ασημουργία που με τη σειρά τους περηφανεύονται για τα άξια τέκνα τους στον χώρο, τις οικογένειες Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari)! Μαζί με τους κυρατζήδες-αγωγιάτες έρχονταν στο χωριό πλούτος και φήμη και τα χωριά έφτασαν να θεωρούνται από τους περιηγητές εφάμιλλα των ευρωπαϊκών πόλεων.
Στο απόγειό τους έφτασαν στα τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα αλλά τον πρώτο κιόλας χρόνο της Επανάστασης, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων υπό την καθοδήγηση του Συρρακιώτη, μετέπειτα πρώτου κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέττη, και καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς.
Αργότερα η Συμφωνία του 1881 που όριζε τα νέα σύνορα του ελληνικού κράτους στο φαράγγι του Χρούσια, χώρισε τα δίδυμα χωριά: οι Καλαρρύτες απελευθερώθηκαν και το Συρράκο στη δυτική του όχθη παρέμεινε σε... τούρκικο έδαφος έως το 1912.
Μέχρι τη δεκαετία του '90 ο δρόμος που έφτανε στο Συρράκο κατέληγε στην πέτρινη πύλη Λεύκα…Αν δεν έχετε αποσκευές αξίζει να μπείτε από την παραδοσιακή είσοδο, ενόσω οι ντόπιοι θα παρατηρούν από απέναντι τα δειλά σας βήματα. Θα περπατήσετε το ωραίο καλντερίμι, με τα δύο γεφυράκια, την πηγή της Φαντανίτσας και τον αναστηλωμένο νερόμυλο και το Συρράκο σιγά σιγά θα αρχίσει να αποκαλύπτεται. Ο ακαριαίος έρωτας της πρώτης ματιάς φαίνεται πως θα έχει διάρκεια... Το χωριό δεν είναι όμορφο, είναι παραμυθένιο.
…θα νιώθεις τις αιχμηρές πέτρες κάτω από τις πατούσες σου με ευχαρίστηση, θα πίνεις με μουδιασμένα χείλη παγωμένο νερό από τις πέτρινες βρύσες (Κοντόλ, Δυο Βρύσες, Ψαλλίδα, Τσακίρη) και μέχρι να φτάσεις στην πηγή Γκούρα με τον απίθανο θόλο, στο κεντρικό καλντερίμι πλάι στην πλατεία, θα έχεις ήδη γνωριστεί με τους άλλους επισκέπτες (συνήθως σε μια παρέα κάθεστε!) και οι ντόπιοι θα σε φωνάζουν με το όνομά σου.
Έτσι, εύκολα θα βρεις κάποιον να σου ανοίξει τον ναό του Αγίου Νικολάου για να δεις το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο Μετσοβιτών ταλιαδόρων και τον χρυσοΰφαντο ρωσικό επιτάφιο, και τα δύο δωρεές του μεγάλου ευεργέτη Σπυρίδωνα Μπαλτατζή.
Εμείς είχαμε τη χαρά να γνωρίσουμε ως... κλειδοκράτορα (αυτά τα υπέροχα μεγάλα κλειδιά που κυκλοφορούν ακόμη στο Συρράκο είναι θέμα από μόνα τους!), τον Νίκο Γκίζα, πρόεδρο του χωριού, που τελικά πέρασε αρκετές ώρες μαζί μας.
Μας συνόδευσε στο σύγχρονο συνεδριακό κέντρο του χωριού, στο πατρικό σπίτι του Κώστα Κρυστάλλη, «του τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», όπου φιλοξενείται μια λαογραφική έκθεση και το αρχείο-βιβλιοθήκη του Συρράκου, μας σύστησε τον αξιολάτρευτο κ. Οδυσσέα Ζιώγα, που φροντίζει να ανοίγει κάθε Σαββατοκύριακο το εξαιρετικό λαογραφικό μουσείο που άφησε κληρονομιά η Ερμηνεία Φωτιάδου και μαζί μας μίλησαν για το σπουδαίο έργο της.
Μας είπε για το μεγάλο πανηγύρι του Αυγούστου, για τα κληροδοτήματα που έχουν αφήσει σε όλη την Ελλάδα πολλά από τα επιφανή τέκνα του και την σχετική αυτονομία που αυτό συνεπάγεται, αλλά και για την αξία και το κύρος της γκλίτσας που κρατά ακόμη.
Μας μίλησε για τη μουσική τους που είναι πιο αργή και βαριά από τη συνήθη ηπειρώτικη και είναι επηρεασμένη από τη Θεσσαλία και το Ξηρόμερο όπου συνήθιζαν να ταξιδεύουν οι ραφτάδες και κτηνοτρόφοι, αλλά και για τον ιδιαίτερο χορό τους, τον διπλοκάγκελο ή τριπλοκάγκελο, με τους ομόκεντρους κύκλους αντρών και γυναικών το «πρωτόκολλο» του οποίου τηρείται αυστηρά.
Εύκολα καταλαβαίνεις την απεριόριστη αγάπη που τρέφουν οι Συρρακιώτες για το χωριό τους… Αλλά και τη νοσταλγία βέβαια που διακατείχε διαχρονικά όλους τους Συρρακιώτες, τους κυρατζήδες-εμπόρους κάποτε, τους κτηνοτρόφους που ξεχειμώνιαζαν στα Γιάννενα, τους σύγχρονους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας που σπεύδουν τα καλοκαίρια και τραγουδούν τον καημό τους με τους στίχους του επίσης ξεριζωμένου ποιητή τους που έγραφε, ελπίζοντας μάταια να επιστρέψει στην πατρίδα του: «Παρακαλώ σε σταυραϊτέ, για χαμηλώσου λίγο, και δόσμου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου, πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος...».
«Gini vinit, που θα πει καλώς ήρθατε, Tsi fatsi, δηλαδή τι κάνεις, S' hits gini - να είστε καλά»: ο κυρ Κώστας Μπακαγιάννης προσπαθεί με περισσή υπομονή και έγνοια για τη σωστή προφορά, να μας μάθει βλάχικα μα εμείς προτιμάμε να μας μιλήσει για τα ζώα του. Είναι αγωγιάτης, ο τελευταίος από τους αμέτρητους των Καλαρρυτών και της ευρύτερης περιοχής.
Καθόμαστε στο καφενεδάκι του Ναπολέοντα Ζάγκλη στους Καλαρρύτες. Μεγάλη φίρμα πια ο κύριος Ναπολέων και δίκαια: δεν είναι και λίγο να αφήνεις στρωμένη δουλειά και τακτοποιημένη ζωή στην Αθήνα, να εγκαθίστασαι μόνιμα στους Καλαρρύτες, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνο δεν ήταν μόδα, αλλά ότι είχε φτάσει ο δρόμος στο χωριό, (τη δεκαετία του '90)!
Εδώ μεγάλωσε ωστόσο και το καφενείο-υποδηματοποιείο του παππού και του πατέρα του πέρασε σε άξια χέρια που σιγά σιγά έφτιαξαν κι έναν ξενώνα κι άρχισαν να προσελκύουν επισκέπτες στο χωριό. Τα ίδια χέρια θα σας σερβίρουν τσιπουράκι και καλό φαγητό πλάι στα φορτωμένα ράφια που λυγίζουν από το βάρος - μόνο λουκάνικα μην του ζητήσετε γιατί μάλλον θα σας κακιώσει!
Δεν είναι οι μοναδικοί κάτοικοι του χωριού. Οι Καλαρρύτες κατοικούνται το χειμώνα από καμιά 20αριά ανθρώπους που θυμούνται τις παλιές καλές εποχές όταν μέχρι τη δεκαετία του '80 λειτουργούσε ακόμη και το σχολείο και περιμένουν πώς και πώς τις γιορτές και τα καλοκαίρια για να επιστρέψουν οι Καλαρρυτινοί. Μεταξύ αυτών και αρκετοί κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι από τους οποίους ξεχειμωνιάζουν στη Θεσσαλία. Δύο από αυτούς, οι Φασούλας και Μόκκας διατηρούν μάλιστα κοπάδια από τα προστατευόμενα και επιδοτούμενα μπούτσικα (καλαρρυτινά) πρόβατα.
Παράπονο δεν πρέπει να έχουν πια οι Καλαρρυτινοί. Χάρη στους ξενώνες αλλά και στον άρτι ασφαλτοστρωμένο δρόμο που έρχεται από τον Ασπροπόταμο Τρικάλων και καθιστούν το χωριό πέρασμα, οι Καλαρρύτες γεμίζουν επισκέπτες τα Σαββατοκύριακα. Οι βόλτες στα καλντερίμια με τα πότε αναστηλωμένα, πότε ερειπωμένα πέτρινα σπίτια και τις κρήνες (Γκούρας, Νέσση, Μπάλτας, Γκόντρου κ.ά.) είναι και εδώ απολαυστικές και οδηγούν στην πλατεία όπου βρίσκεται το σπίτι - λαογραφικό μουσείο της οικογένειας Μουσαφίρη.
Περιέργως ο Άγιος Νικόλαος των Καλαρρυτών (προστάτης εν γένει των Βλάχων λόγω των εμπορικών ταξιδιών) δεν είναι στην πλατεία αλλά στέκεται από τον 15ο αιώνα σε περίοπτη θέση πάνω από την είσοδο του χωριού και φιλοξενεί όμορφα ξυλόγλυπτα από Μετσοβίτες τεχνίτες και εκκλησιαστικά είδη Καλαρρυτινών ασημουργών.
«Τζουμέρκα δεν είναι μόνο το Συρράκο και οι Καλαρρύτες» διατείνονται οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Και πράγματι, όταν καταφέρετε να λύσετε τα μάγια που σας κρατούν δέσμιους στα δύο χωριά έχετε πολλά να κάνετε!
Καταρχήν... απαγορεύεται να φύγετε από την περιοχή χωρίς να επισκεφτείτε τη μονή Κηπίνας λίγο έξω από τους Καλαρρύτες, την αετοφωλιά πίστης του 1212 μέσα στον βράχο-σπήλαιο του Χρούσια. Επίσης έξω από τους Καλαρρύτες μια πινακίδα υποδεικνύει το μονοπάτι προς το γεφύρι Κουϊάσας. Η πορεία είναι σύντομη και πανέμορφη και οδηγεί αρχικά στο γεφύρι, κατόπιν, προς τα αριστερά στον παλιό μουλαρόδρομο οδηγώντας στον Αϊ-Γιώργη έξω από το Συρράκο, σημείο συνάντησης των παλιών εμπόρων, και προς τα δεξιά στον αναστηλωμένο νερόμυλο και τη... «λίμνη», μια απίθανη φυσική πισίνα μέσα στην πλούσια φύση.
Το άλλο υπέροχο, φημισμένο και ιστορικό μονοπάτι που οπωσδήποτε θα περπατήσετε είναι εκείνο που ενώνει τα δύο χωριά μέσα από τη χαράδρα του Χρούσια. Το παλιό καλντερίμι, που ένωνε τους Καλαρρύτες με τα Γιάννενα διαμέσου του Συρράκου μέχρι πριν από 20 χρόνια που διανοίχτηκε ο δρόμος δεν είναι συντηρημένο, εντούτοις το τοπίο είναι απερίγραπτο και η εύκολη διαδρομή που ανεβοκατεβαίνει στη χαράδρα και διαρκεί μία ώρα περίπου, από τις ομορφότερες πεζοπορίες που, εμείς τουλάχιστον, έχουμε κάνει στην Ηπειρο!
Επίσης μπορείτε να απολαύσετε χωμάτινες διαδρομές στην Κακαρδίτσα και το Περιστέρι: δοκιμάστε εκείνη που από το Συρράκο οδηγεί στο ξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων με την απίθανη θέα στα Γιάννενα και καταλήγει στη βάση της κορυφής Τσουκαρέλα.
Πηγή: Τουριστικός Οδηγός